Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μάσασθαι

См. также в других словарях:

  • μασᾶσθαι — μασάομαι chew pres inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάσασθαι — μάσσω knead aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασταρύζω — και μαστηρύζω και μασταρίζω (Α) 1. (για γέροντα) προφέρω κάτι ασαφώς σαν να έχω το στόμα μου γεμάτο, τραυλίζω, φαφουτίζω («ὁ δ ὑπὸ γήρως μασταρύζει», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Φώτ.) «μαστηρύζειν τὸ κακῶς μασᾱσθαι, Κυρηναῑοι» 3. (κατά τον Ησύχ.)… …   Dictionary of Greek

  • μασώ — άω (ΑM μασῶμαι, άομαι, Μ και μασῶ, άω) 1. συνθλίβω και πολτοποιώ την τροφή με τα δόντια τών δύο σιαγόνων («δεν μπορεί να μασήσει, γιατί τού λείπουν τα δόντια») 2. τρώγω (α. «σήμερα μασάει συνεχώς» β. «καὶ κρέας μασώμενος», Αριστοφ.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • μοσσύνειν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μασᾱσθαι βραδέως». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μασῶ] …   Dictionary of Greek

  • menth-2 —     menth 2     English meaning: to chew, mouth     Deutsche Übersetzung: “kauen; Gebiß, Mund”     Material: O.Ind. math “ devour “: Gk. μάθυιαι γνάθοι Hes. (compare ματτύνη “Maced. Fleischgericht”), μασάομαι “ chew, bite” (from *μαθια , IE… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»