-
1 σηπιάς
-
2 Σηπιας
- άδος (ᾰδ) ἥ (ἀκτή или χοιράς) Сепиада ( мыс на юге п-ва Магнесия в Фессалии) Her. -
3 Σηπιάς
Σηπιάςfem nom sgΣηπιά̱ς, Σηπιήςmasc acc plΣηπιά̱ς, Σηπιήςmasc nom sg (attic epic doric aeolic) -
4 σηπιάς
σηπιάςfem nom sg -
5 σηπιάς
-
6 Σηπίας
Σηπίᾱς, Σηπίηfem acc plΣηπίᾱς, Σηπίηfem gen sg (attic doric aeolic) -
7 σηπίας
σηπίᾱς, σηπίαcuttle-fish: fem acc plσηπίᾱς, σηπίαcuttle-fish: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 Σηπιάδα
Σηπιάςfem acc sg -
9 Σηπιάδι
Σηπιάςfem dat sg -
10 Σηπιάδος
Σηπιάςfem gen sg -
11 Σηπιάσι
Σηπιάςfem dat pl -
12 σηπιάδα
σηπιάςfem acc sg -
13 σηπιάδι
σηπιάςfem dat sg -
14 σηπιάδος
σηπιάςfem gen sg -
15 σηπιάσι
σηπιάςfem dat pl -
16 σταθεύω
σταθεύω, erwärmen, brennen, braten; τὰς σηπίας στάϑευε, Ar. Ach. 1005; τῇ λαμπάδι σταϑεύσω, Lys. 376.
-
17 μύτις
-
18 ἀπό-σφαγμα
ἀπό-σφαγμα, τό, σηπίας Ael. H. A. 1, 34, der beim Schlachten aufgefangene Sepiafast, sonst ὑπόσφαγμα.
-
19 ορροπυγιον
(ῡ) τό1) гузка(οἱ ὄρνιθες οὐρὰν μὲν οὐκ ἔχουσιν, ὀ. δέ Arst.)
2) хвостовой плавник(τῆς σηπίας Arst.)
3) задняя оконечность брюшка(τῆς ἐμπίδος Arph.)
4) осиное жало Arph. -
20 προβοσκις
1) хобот (sc. τοῦ ἐλέφαντος Arst.)2) хоботок (sc. τῆς μυίας Arst.)3) щупальце (sc. τῆς σηπίας Arst.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Σηπιάς — fem nom sg Σηπιά̱ς , Σηπιής masc acc pl Σηπιά̱ς , Σηπιής masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηπιάς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηπιάς — άδος, ἡ, Α η σηπία, η σουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηπία «σουπιά» + επίθημα άς, άδος (πρβλ. νιφ άς, φυλλ άς)] … Dictionary of Greek
Σηπίας — Σηπίᾱς , Σηπίη fem acc pl Σηπίᾱς , Σηπίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηπίας — σηπίᾱς , σηπία cuttle fish fem acc pl σηπίᾱς , σηπία cuttle fish fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σηπιάδα — Σηπιάς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηπιάδα — σηπιάς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σηπιάδι — Σηπιάς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηπιάδι — σηπιάς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σηπιάδος — Σηπιάς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηπιάδος — σηπιάς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)