Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μασταρύζω

См. также в других словарях:

  • μασταρύζω — mumble pres subj act 1st sg μασταρύζω mumble pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασταρύζω — και μαστηρύζω και μασταρίζω (Α) 1. (για γέροντα) προφέρω κάτι ασαφώς σαν να έχω το στόμα μου γεμάτο, τραυλίζω, φαφουτίζω («ὁ δ ὑπὸ γήρως μασταρύζει», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Φώτ.) «μαστηρύζειν τὸ κακῶς μασᾱσθαι, Κυρηναῑοι» 3. (κατά τον Ησύχ.)… …   Dictionary of Greek

  • μασταρύζει — μασταρύζω mumble pres ind mp 2nd sg μασταρύζω mumble pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασταρύζειν — μασταρύζω mumble pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μασταρίζειν — (Α) βλ. μασταρύζω …   Dictionary of Greek

  • μαστηρύζειν — (Α) βλ. μασταρύζω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»