-
61 λιθουργία
λιθ-ουργία, ἡ, Bearbeitung der Steine -
62 λιθουργικός
λιθ-ουργικός, ή, όν, die Arbeit in Stein betreffend; ἡ λιϑουργική, sc. τέχνη, die Kunst, die Steine zu brechen und zu bearbeiten -
63 λιθουργός
λιθ-ουργός, Steine bearbeitend, behauend; Bildhauer -
64 λιθουρία
λιθ-ουρία, ἡ, das Steinharnen -
65 λιθώδης
λιθ-ώδης, ες, steinähnlich, steinhart; steinig -
66 λιθωμότης
λιθ-ωμότης, ὁ, der auf dem Steine, auf der Rednerbühne vor dem Volke Schwörende -
67 λιθώπης
λιθ-ώπης, ες, wie Stein anzusehen, steinern -
68 πετραῖος
πετραῖος, felsig, steinig, vom Felsen, an den Felsen wachsend, lebend; Σκύλλη, Od. 12, 231; σκιή, Schatten, den Felsen geben, Hes. O. 591; bei Pind. P. 4, 138 Beiname des Poseidon; χιών, Aesch. frg. 299; πετραία δ' ἀγκάλη σε βαστάσει, Prom. 1021; Σκῠρος, Soph. Phil. 457; τάφος, das Felsengrab, von der in Fels verwandelten Niobe, El. 148; λίϑ ος, Eur. Cycl. 400; χϑών, 381; Νύμφαι, El. 805; ἄντρα, I. A. 1082; συκῆ, Archil. 575; τὰ πετραῖα τῶν ἰχϑυδίων, Theop. Com. bei Ath. XIV, 649, in der Nähe der Felsen lebende Fische.
-
69 λιθο-τριβικός
λιθο-τριβικός, ή, όν, zum Steinschleifen gehörig, ἡ λιϑοτριβική, sc. τέχνη, die Steinschleiferkunft, Lys. fr. 40; οἱ λιϑ. οἱ κοσμοῦντες τοὺς λίϑους πρὸς εὐπρέπειαν, B. A. 277.
-
70 λιθο-κόλλητος
λιθο-κόλλητος, mit Steinen gekittet, mit eingefügten Steinen, bes. eingesetzten Edelsteinen verziert, πάντα χρύσεα καὶ λιϑ. περιττῶς ἐξειργασμένα ταῖς τέχναις, Ath. IV, 147 f; φιάλαι, II, 48 f; χιτῶνες, ib. V, 200 b; περιτραχήλιον, Plut. Alex. 32; χλιδών, D. Sic. 5, 47; κεκρύφαλον, Agath. V (V, 276); vgl. noch Strab. XVI, 779, ὀροφαὶ δι' ἐλέφαντος καὶ χρυσοῦ καὶ λιϑοκολλήτου διαπεποικιλμένα, Verzierung mit Edelsteinen od. Marmor. – Uebertr., ψυχὴ σκληρά, χάλυβος λιϑοκόλλητον στόμιον παρέχουσα, Soph. Tr. 1251, gleichsam einen stählernen Steinzügel anlegend.
-
71 λιθάς
λιθάς, άδος, ἡ, = λίϑος; σεῦεν κύνας – πυκνῇσιν λιϑάδεσσι Od. 14, 36, ϑάλαμον δέμον, ὄφρ' ἐτέλεσσα πυκνῇσιν λιϑ., 23, 193; – ἀκροβόλων δ' ἐπάλξεων λιϑὰς ἔρχεται Aesch. Spt. 159.
-
72 ἐμβολή
ἐμβολή, ἡ, 1) das Hineinwerfen, -fügen, ἄρϑρων Hippocr.; das Einsetzen, Einschieben eines Buchstaben, Plat. Crat. 437 a. – 2) das Hineindringen, der Einfall, Xen. Cyr. 2, 3, 17; τὴν εἰς τοὺς Καρδούχους ἐμβολὴν ποιεῖσϑαι An. 4, 1, 4; beim Angriff eines Schiffes der Stoß, den es mit seinem Schnabel auf die Seite des andern thut, Aesch. Pers. 401; μάχην συνάψαι ναΐοισιν ἐμβολαῖς 328; ἐμβολὴ τῶν νεῶν Thuc. 2, 89. 7, 70; vgl. προςβολή; ἐμβολὰς ἔχειν, solche Stöße u. Verletzungen dadurch empfangen haben, Xen. Hell. 4, 3, 13; – der Wurf, Schuß, ἀπ' ἰσχυρᾶς ἐμβολῆς ἀπεστέλλετο τὸ βέλος Luc. Nigr. 36; vgl. Eur. Andr. 1130; λίϑ ων καὶ δοκῶν Pol. 8, 9, 3; δοράτων, ὕσσῶν, Plut. Coriol. 9 Pomp. 8. – 3) der Ort zum Eindringen, Eingang, Paß; ἡ πρὸς Θεσπιῶν Xen. Hell. 5, 4, 48. – 4) von Flüssen, die Mündung; Her. 1, 191; Plut. Ant. 41. – 5) der Balken des Mauerbrechers, an dem der Widderkopf sitzt, Thuc. 2, 76 u. Sp.
-
73 λιθαργυρινος
-
74 λιθουργειον
-
75 λιθουργεω
-
76 λιθουργικη
-
77 λιθουργος
I3камнеобрабатывающий, каменотесный(σιδήρια Thuc.)
IIὅ1) каменотес, каменщик Arph., Thuc., Plut.2) ваятель Arst. -
78 λιθωδης
-
79 камень
ο λίθ/ος, το λιθάρι, η πέτραдобывать - εξορύσσω το - о дробить - σπάζω το - о обрабатывать - κατεργάζομαι το -, επεξεργάζομαι το - оамазонский - мин. см. амазонитжёлчный - мед. о χολόλιθοςколотый - см. дроблёный -мочевой - мед. о ουρόλιθοςоловянный - мин. о κασσιτερίτηςпочечный мед. о νεφρόλιθοςотделочный - см. облицовочный -точильный - η ακονόπετρα, το ακόνιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > камень
-
80 λίθος
ο 1. камень (тж. мед.);λίθος πειραϊκός — туф;
λίθαργός — каменная глыба;
(πολύτιμος) λίθ — драгоценный камень;
θεμέλιος λίθος — фундаментный камень;
ακρογωνιαίος λίθος прям., перен. — краеугольный камень;
§ δεν έμεινε λίθος επί λίθου — камня на камне не оставил;
κινώ πάντα λίθον — пускать в ход все средства;
2. (η):ηρακλεία λίθος — магнит;
λίθος καυστική — едкий калий;
λίθος κυανούς — медный купорос;
λίθος της κολάσεως — ляпис;
φιλοσοφική λίθος — философский камень;
λυδία λίθος — пробный камень
См. также в других словарях:
λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) … Dictionary of Greek
λιθ' — λῑτί , λίς 2 smooth fem dat sg λῑτί , λίς 2 smooth masc dat sg λιθά , λιθάς stone fem voc sg λιθί , λιθίς fem voc sg λιτά̱ , λιτή prayer fem nom/voc/acc dual λιτά̱ , λιτή prayer fem nom/voc sg (doric aeolic) λιταί , λιτή prayer fem nom/voc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῖθ' — λῖτα , λίς 2 smooth masc/fem acc sg λῖτα , λίς 2 smooth fem acc sg λῖτε , λίς 2 smooth fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκμων — I Ένα από τα τρία οστάρια που βρίσκονται στην κοιλότητα του μεσαίου αφτιού και σχηματίζουν αλυσίδα, η οποία συνδέει το εσωτερικό τοίχωμα του έξω αφτιού με το εξωτερικό τοίχωμα του λαβύρινθου. Ο ά. βρίσκεται ανάμεσα στα άλλα δύο, τα οποία είναι η… … Dictionary of Greek
είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς … Dictionary of Greek
ασφάραγος — (I) ἀσφάραγος, ο (Α) φάρυγγας, λαιμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ακριβής σημασία της λ. οδηγεί στη σύνδεσή της με τη λ. φάρυγξ, ενώ ο παράλληλος τ. σφάραγος προέκυψε ίσως από παρετυμολογική επίδραση του ρ. σφαραγούμαι «τρίζω, εξογκώνομαι,… … Dictionary of Greek
βιβρώσκω — (Α) Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω II. ( ομαι) 1. τρώγομαι 2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι 3. (για ψωμί) μουχλιάζω 4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς,… … Dictionary of Greek
βόμβος — Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των βομβιδών και της υποτάξης των κλειστογάστρων. Ονομάζονται επίσης ψιθυριστές και μπάμπουρες. Ζουν στην Ευρώπη, την Ασία και σε όλη την Αμερική, σε ετήσιες κοινωνίες, αποτελούμενες από μία βασίλισσα,… … Dictionary of Greek
γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… … Dictionary of Greek
δέρνω — (AM δέρω Α και δείρω και δαίρω Μ και δέρνω) χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω νεοελλ. Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.) 2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ… … Dictionary of Greek
ηθώ — (Α ἠθῶ, έω και σπάν. τ. ἤθω) διηθώ, διυλίζω, στραγγίζω, σουρώνω, φιλτράρω αρχ. 1. παθ. ἠθοῡμαι, έομαι στραγγίζομαι, διυλίζομαι, καθαρίζομαι, φιλτράρομαι 2. μτφ. αφήνω κάτι να περάσει, να διέλθει («ἐκ τετρημένης [τὴν ῥῆσιν] ἠθεῑ» τήν αφήνει να… … Dictionary of Greek