-
1 λιθ-ουργικός
λιθ-ουργικός, ή, όν, die Arbeit in Stein betreffend, οἱ λιϑ. οἳ ἐν τοῖς μετάλλοις ἐργάζονται, B. A. 278; ἡ λιϑουργική, sc. τέχνη, die Kunst, die Steine zu brechen und zu bearbeiten, Lys. fr. 40 u. Sp.
-
2 λιθ-ωμότης
λιθ-ωμότης, ὁ, der auf dem Steine, auf der Rednerbühne vor dem Volke Schwörende, VLL.; vgl. über die Sitte Dem. 54, 26 u. Plut. Solon 25.
-
3 λιθ-αργύρινος
λιθ-αργύρινος, aus λιϑάργυρος gemacht, Arist. soph. elench. 1, 1 u. Sp.
-
4 λιθ-αργύρεος
λιθ-αργύρεος, α, ον, = Folgdm, Stesichor. bei Ath. X, 451 d.
-
5 λιθ-αγωγός
λιθ-αγωγός, μηχανή, Steine herbeiführend, Poll. 10, 148.
-
6 λιθ-ουργός
λιθ-ουργός, Steine bearbeitend, behauend, Thuc. 4, 69, σιδήρια, 4, 4; neben τέκτονες, Plut. Pericl. 12; Bildhauer, Arist. eth. 6, 7.
-
7 λιθ-ουργεῖον
λιθ-ουργεῖον, τό, die Werkstätte des λιϑουργός, Is. 5, 44, od. λιϑούργιον.
-
8 λιθ-ουργέω
λιθ-ουργέω, in Stein arbeiten, Steine behauen u. bearbeiten, Sp. Auch = in Stein verwandeln, versteinern, Anth. Ep. Cyz. 11 (III, 11); Philostr. Imagg. 1, 11.
-
9 λιθ-ουργία
λιθ-ουργία, ἡ, Bearbeitung der Steine, Sp.
-
10 λιθ-ουργής
λιθ-ουργής, ές, aus Stein gearbeitet, Sp.
-
11 λιθ-ουρία
λιθ-ουρία, ἡ, das Steinharnen. Schol. Pind. P. 1, 87.
-
12 λιθ-ουλκός
λιθ-ουλκός, Steine heraus-, in die Höhe ziehend, Poll. 7, 118.
-
13 λιθ-ουλκέω
λιθ-ουλκέω, Steine heraus-, in die Höhe ziehen, VLL.
-
14 λιθ-ούργιον
λιθ-ούργιον, τό, s. λιϑουργεῖον.
-
15 λιθ-άργυρος
λιθ-άργυρος, ἡ, eigtl. Steinsilber, Glätte, Silber- u. Bleiglätte, die beim Schmelzen des Silbers u. s. w. entsteht, spuma argenti; Nic. Al. 607; Diosc.; bei Hippocr. auch ἀργυρίου ἄνϑος genannt. Auch ein Metall, aus dem weiße, dem Zinn ähnliche Gefäße gemacht wurden, wahrscheinlich eine Mischung von Blei u. Silber, stannum, Diosc. – Auch adj., ὄλπη, = λιϑαργύρινος, Achaeus bei Ath. X, 451 e.
-
16 λιθ-ώπης
-
17 λιθ-ώδης
λιθ-ώδης, ες, steinähnlich, steinhart, καὶ τραχὺ κέαρ, Plat. Theaet. 194 c; steinig, ὁδός, Xen. Equ. 4, 4; τόποι, Arist. H. A. 8, 2 u. Sp. Davon
-
18 λιθ-ῶπις
-
19 λιθαργύρινος,
λιθ-αργύρινος, u. λιθ-αργύρεος, α, ον, aus λιϑάργυρος gemacht -
20 λιθαργύρεος
λιθ-αργύρινος, u. λιθ-αργύρεος, α, ον, aus λιϑάργυρος gemacht
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) … Dictionary of Greek
λιθ' — λῑτί , λίς 2 smooth fem dat sg λῑτί , λίς 2 smooth masc dat sg λιθά , λιθάς stone fem voc sg λιθί , λιθίς fem voc sg λιτά̱ , λιτή prayer fem nom/voc/acc dual λιτά̱ , λιτή prayer fem nom/voc sg (doric aeolic) λιταί , λιτή prayer fem nom/voc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῖθ' — λῖτα , λίς 2 smooth masc/fem acc sg λῖτα , λίς 2 smooth fem acc sg λῖτε , λίς 2 smooth fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκμων — I Ένα από τα τρία οστάρια που βρίσκονται στην κοιλότητα του μεσαίου αφτιού και σχηματίζουν αλυσίδα, η οποία συνδέει το εσωτερικό τοίχωμα του έξω αφτιού με το εξωτερικό τοίχωμα του λαβύρινθου. Ο ά. βρίσκεται ανάμεσα στα άλλα δύο, τα οποία είναι η… … Dictionary of Greek
είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς … Dictionary of Greek
ασφάραγος — (I) ἀσφάραγος, ο (Α) φάρυγγας, λαιμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ακριβής σημασία της λ. οδηγεί στη σύνδεσή της με τη λ. φάρυγξ, ενώ ο παράλληλος τ. σφάραγος προέκυψε ίσως από παρετυμολογική επίδραση του ρ. σφαραγούμαι «τρίζω, εξογκώνομαι,… … Dictionary of Greek
βιβρώσκω — (Α) Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω II. ( ομαι) 1. τρώγομαι 2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι 3. (για ψωμί) μουχλιάζω 4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς,… … Dictionary of Greek
βόμβος — Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των βομβιδών και της υποτάξης των κλειστογάστρων. Ονομάζονται επίσης ψιθυριστές και μπάμπουρες. Ζουν στην Ευρώπη, την Ασία και σε όλη την Αμερική, σε ετήσιες κοινωνίες, αποτελούμενες από μία βασίλισσα,… … Dictionary of Greek
γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… … Dictionary of Greek
δέρνω — (AM δέρω Α και δείρω και δαίρω Μ και δέρνω) χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω νεοελλ. Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.) 2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ… … Dictionary of Greek
ηθώ — (Α ἠθῶ, έω και σπάν. τ. ἤθω) διηθώ, διυλίζω, στραγγίζω, σουρώνω, φιλτράρω αρχ. 1. παθ. ἠθοῡμαι, έομαι στραγγίζομαι, διυλίζομαι, καθαρίζομαι, φιλτράρομαι 2. μτφ. αφήνω κάτι να περάσει, να διέλθει («ἐκ τετρημένης [τὴν ῥῆσιν] ἠθεῑ» τήν αφήνει να… … Dictionary of Greek