-
1 λιθ-ωμότης
λιθ-ωμότης, ὁ, der auf dem Steine, auf der Rednerbühne vor dem Volke Schwörende, VLL.; vgl. über die Sitte Dem. 54, 26 u. Plut. Solon 25.
-
2 λιθωμότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθωμότης
-
3 λιθωμότης
λιθ-ωμότης, ὁ, der auf dem Steine, auf der Rednerbühne vor dem Volke Schwörende
См. также в других словарях:
λιθωμότης — λιθωμότης, ὁ (Α) αυτός που ορκίζεται σε λίθινο βωμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + ωμότης (< ὄμνυμι), πρβλ. ορκ ωμότης, συν ωμότης. Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek