-
1 λιθ-ώδης
λιθ-ώδης, ες, steinähnlich, steinhart, καὶ τραχὺ κέαρ, Plat. Theaet. 194 c; steinig, ὁδός, Xen. Equ. 4, 4; τόποι, Arist. H. A. 8, 2 u. Sp. Davon
-
2 λιθώδης
λῐθ-ώδης, ες,A like stone, stony,γῆ Hdt.4.23
;ὁδός X.Eq.4.4
;τόποι τραχεῖς καὶ λ. Arist.HA 590b23
; πεδίον (as pr. n.) Str.4.1.7: [comp] Comp., of plants, Arist.GA 783a31: metaph., λ. [κέαρ] Pl.Tht. 194e;Νιόβης αὐτῆς -ωδέστερος Lyd.Mag.3.61
. Adv. -δῶς, ὅσα (sc. ὕδατα)προσπήγνυται τοῖς χαλκείοις λ. Ruf.Fr.66.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθώδης
-
3 λιθώδης
λιθ-ώδης, ες, steinähnlich, steinhart; steinig -
4 λιθωδης
См. также в других словарях:
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek