-
81 λιδρίον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιδρίον
-
82 λῖτα
λῖτα, [full] λῑτί, case forms of a noun of which no nom. sg. is found (unless σινδὼν λίς is right in Michel 832.19 (Samos, iv B. C.)),A linen cloth, ἑανῷ λιτὶ κάλυψαν they covered [ the corpse] with a fine linen cloth, Il.18.352, 23.254; λῖτα may be acc. sg. or acc. pl.,αὐτὴν δ' ἐς θρόνον εἷσεν ἄγων, ὑπὸ λῖτα πετάσσας, καλὸν δαιδάλεον Od.1.130
;ἔβαλλε θρόνοις ἔνι ῥήγεα καλά, πορφύρεα καθύπερθ', ὑπένερθε δὲ λῖθ' ὑπέβαλλεν 10.353
: understood as pl. by Ath.2.48c; used for covering a chariot, Il.8.441: in AP6.332 (Hadr.) λίτα [pron. full] [ῐ] poludai/dala is prob. f.l. (Perh. akin to λίνον.) -
83 ὑποβάλλω
A throw, put, or lay under, as cloths, carpets, and the like ,ὑπένερθε δὲ λῖθ' ὑπέβαλλεν Od.10.353
; κάτω μὲν ὑποβαλεῖτε τῶν Μιλησίων ἐρίων carpets of Milesian wool, Eub.90.2, cf. X.Cyr.5.5.7;ὑ. πλευροῖς πλευρά E.Or. 223
, etc.;ὑπὸ τοὺς πόδας ὑ. τι X.Oec.18.5
;ὑ. ταῖς μασχάλαις τὰς χεῖρας Sor.2.59
; ὑ. αἶγας τοῖς τράγοις, of breeders, Longus 3.29;ὑ. τοῖς ξίφεσι τὰς σφαγάς Plu.Brut.31
; ὑ. τινὰς τοῖς θηρίοις throw them under the elephants' feet, Plb.1.82.2; ὑ. τοὺς δακτύλους, of a flute-player, put down, Luc.Harm.1; ὑ. [φάρμακον] ὑπὸ τὰ βλέφαρα insert under the eyelids, Sever. ap. Aët.7.32; τοῖς φορείοις τῶν γυναικῶν ὑ. τὰ ὄμματα cast furtive glances at, Plu.2.522a, cf. Eust.1406.36:—[voice] Med. and [voice] Pass., place under oneself or have placed under one,λυκοφάνους ὑποβάλλεσθαι Plu.2.237b
;πορφυρίδας ὑποβεβλημένοι Luc.Symp.13
.2 lay under, as a beginning, foundation, Aeschin.1.24 (cj. Reiske for ὑπολαβών):—in [voice] Med.,θεμέλιον ὑ. τυραννίδος Plb.13.6.2
; ὁ πρῶτος ὑποβεβλημένος the first founder, Str.12.3.30.3 subject, submit,ἐχθροῖς ἐμαυτόν E.HF 1384
, cf. Aeschin.3.90;ὑπὸ τοσαύτας συμφορὰς σφᾶς αὐτούς Isoc.8.113
.II [voice] Med., bring in another's child as one's own, Hdt.5.41, Ar.Th. 340, 407, 565, Pl.R. 538a, D.21.149, etc.; or palm off one's own child as another's,ἡ ὑποβεβλημένη τὸν αὑτῆς υἱόν Arist.Rh. 1400a24
:—[voice] Pass., τῶν ὑποβαλλομένων (sc. παίδων) Id.Rh.Al. 1421a29:—the origin of this phrase is plain from the words of E., , cf. Supp. 1160 (lyr.), X.Cyn.7.3; v. ὑποβολιμαῖος.2 [voice] Med., of a drama, [Εὐριπίδης] τὸ δρᾶμα (sc. Μήδειαν)δοκεῖ ὑποβαλέσθαι Arist.Fr. 635
: metaph., ὑποβαλλόμενοι κλέπτουσι μύθους with false suggestions they spread secret rumours, S.Aj. 188 (lyr.); cf. Isoc.15.21 and v. ὑπόβλητος.3 suborn, Act.Ap.6.11:—[voice] Pass., of an informer, App. BC1.74.III suggest, whisper, as a prompter does,ἑσταότος μὲν καλὸν ἀκούειν, οὐδὲ ἔοικεν ὑββάλλειν Il.19.80
(where Sch.B expl. it to interrupt);ὑποβαλεῖν δυνήσεσθε, ἤν τι ἐπιλανθάνωνται X.Cyr.3.3.55
, cf. Pl.Grg. 491a, D.21.204, Aeschin.3.48; ὑ. ὁ νόμος ἃ χρὴ γράφειν ib.22;ἐγώ σοι λόγον ὑποβαλῶ καλόν Id.1.121
;ὑ. παιδὶ λόγον
dictate,Isoc.
12.231, cf. 5.149; ὑ. ὀνόματα, of an informer, Lys.13.25;τὸν -οντα τῇ Πυθίᾳ τοὺς χρησμούς Plu.2.404b
;τὰς ἀνειμένας [ἁρμονίας] ἡ φύσις ὑ. τοῖς τοιούτοις Arist.Pol. 1342b22
;ταῦτα ἡ αἴσθησις ὑ. Epicur.Ep.2p.39U.
; so, provoke, produce, ib.1p.29U., etc.: cf.ὑποβλήδην 1.1
,ὑποβολή 1.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποβάλλω
-
84 λίθος
Grammatical information: m.f. (on gender cf. Schwyzer-Debrunner 37 and n. 6, Shipp Studies 76)Meaning: `stone, stoneblock, rock, precious stones' (Il.).Compounds: compp., e.g. λιθο-βόλος m. `stone-thrower' (Att.), μονό-λιθος `consisting of one stone' (Hdt.).Derivatives: Several derivv. 1. Diminut.: λιθ-ίδιον (Pl., Arist.), - άριον (Thphr., hell. inscr.), - αρίδιον (Alex. Trall.). 2. collectives: λιθάς, - άδος f. `rain of stones, throw..' (Od., A., Nic.; Chantraine Form. 352), λιθία `rock' (hell.; cf. Chantraine 81). 3. λίθαξ f. `stone' (ε 415 [attributive], hell. poetry), λιθακός `id.' (Stesich.; Chantraine 384), λιθίς = λιθίασις (s. below; Hp.). - 4. Adject.: λίθεος (Hom.), λίθιος (Thess.), - ειος (sch.) `of stone'; λίθινος `id.' (Pi., IA.), λιθικός `belonging to (a) stone' (hell.). λιθώδης `stonelike, stony' (IA.) with λιθωδία (Eust.). - 5. Verbs: λιθάζω `throw with stones, lapidate' (Arist., Anaxandr.) with λιθασ-μός, - τής, - τικός (A. D., sch.); λιθόομαι `be changed into stone' (Arist.) with λίθωσις (Aristeas, Plu.); λιθιάω (- θάω) `suffer from the stone' (Hp.; after the verbs of disease in - ιάω, Schwyzer 732) with λιθίασις (Hp., Gal.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Unexplained. Wrong or quite improbable hypotheses mentioned in Bq, WP. 2, 379 and W.-Hofmann s. laedō. After Grošelj Živa Ant. 5, 111 f. to λεῖος, λιτός etc. with θ-suffix; comparable Scheftelowitz Festgabe H. Jacobi (Bonn 1926) 28: to Lith. slidùs `smooth'. Words for `stone' etc. are often taken from a substratum.Page in Frisk: 2,122Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λίθος
См. также в других словарях:
λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) … Dictionary of Greek
λιθ' — λῑτί , λίς 2 smooth fem dat sg λῑτί , λίς 2 smooth masc dat sg λιθά , λιθάς stone fem voc sg λιθί , λιθίς fem voc sg λιτά̱ , λιτή prayer fem nom/voc/acc dual λιτά̱ , λιτή prayer fem nom/voc sg (doric aeolic) λιταί , λιτή prayer fem nom/voc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῖθ' — λῖτα , λίς 2 smooth masc/fem acc sg λῖτα , λίς 2 smooth fem acc sg λῖτε , λίς 2 smooth fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκμων — I Ένα από τα τρία οστάρια που βρίσκονται στην κοιλότητα του μεσαίου αφτιού και σχηματίζουν αλυσίδα, η οποία συνδέει το εσωτερικό τοίχωμα του έξω αφτιού με το εξωτερικό τοίχωμα του λαβύρινθου. Ο ά. βρίσκεται ανάμεσα στα άλλα δύο, τα οποία είναι η… … Dictionary of Greek
είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς … Dictionary of Greek
ασφάραγος — (I) ἀσφάραγος, ο (Α) φάρυγγας, λαιμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ακριβής σημασία της λ. οδηγεί στη σύνδεσή της με τη λ. φάρυγξ, ενώ ο παράλληλος τ. σφάραγος προέκυψε ίσως από παρετυμολογική επίδραση του ρ. σφαραγούμαι «τρίζω, εξογκώνομαι,… … Dictionary of Greek
βιβρώσκω — (Α) Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω II. ( ομαι) 1. τρώγομαι 2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι 3. (για ψωμί) μουχλιάζω 4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς,… … Dictionary of Greek
βόμβος — Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των βομβιδών και της υποτάξης των κλειστογάστρων. Ονομάζονται επίσης ψιθυριστές και μπάμπουρες. Ζουν στην Ευρώπη, την Ασία και σε όλη την Αμερική, σε ετήσιες κοινωνίες, αποτελούμενες από μία βασίλισσα,… … Dictionary of Greek
γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… … Dictionary of Greek
δέρνω — (AM δέρω Α και δείρω και δαίρω Μ και δέρνω) χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω νεοελλ. Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.) 2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ… … Dictionary of Greek
ηθώ — (Α ἠθῶ, έω και σπάν. τ. ἤθω) διηθώ, διυλίζω, στραγγίζω, σουρώνω, φιλτράρω αρχ. 1. παθ. ἠθοῡμαι, έομαι στραγγίζομαι, διυλίζομαι, καθαρίζομαι, φιλτράρομαι 2. μτφ. αφήνω κάτι να περάσει, να διέλθει («ἐκ τετρημένης [τὴν ῥῆσιν] ἠθεῑ» τήν αφήνει να… … Dictionary of Greek