-
1 πολυτιμος
21) окруженный глубоким почитанием(θεοί Men.)
2) замечательный, восхитительный(ῥοδών Anth.)
3) драгоценный(μαργαρίτης NT.; σφραγίς Plut.)
-
2 πολύτιμος
πολύτιμος, ον (cp. τιμάω; Cornutus 16 p. 21, 16; Plut., Pomp. 621 [5, 2]; Alciphron 3, 10, 4; Herodian 1, 17, 3; POxy 1121, 20 [II A.D.]; PHerm 9, 7; TestSol 22:16 P; TestAbr; JosAs 7:4; 3:9 cod. A; Jos., Ant. 7, 161; Tat. 30, 1 [comp.]) pert. to being very high on a monetary scale, very precious, valuable of a pearl Mt 13:46. Of an ointment 26:7 v.l.; J 12:3. Comp. τὸ δοκίμιον τῆς πίστεως πολυτιμότερον χρυσίου the genuineness (δοκίμιον 2) of (your) faith which is more precious than gold 1 Pt 1:7.—DELG s.v. τιμή. M-M. -
3 πολύτιμος
πολύτῑμος, πολύτιμοςmuch-revered: masc /fem nom sg -
4 πολύτιμος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πολύτιμος
-
5 πολύτιμος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πολύτιμος
-
6 πολύτιμος
η, ο [ος, ον ] драгоценный, очень ценный, очень дорогой;πολύτιμοι λίθοι — драгоценные камни
-
7 πολύτιμος
дорогостоящий, драгоценный, многоценный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πολύτιμος
-
8 πολύτιμος
2 многочтимый, дорогой -
9 πολύτιμος
[политимос] εκ. драгоценный, дорогой,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πολύτιμος
-
10 πολύτιμος
[политимос] επ драгоценный, дорогой. -
11 πολύτιμος
II highly priced,μουσοεργός Hp.Nat.Puer.13
; very costly, AP5.35.5 (Rufin.), Babr.57.9. Adv.- μως Plb.14.2.3
(nisi leg. - τελῶς).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύτιμος
-
12 πολύτῑμος
πολύ-τῑμος, von großem Werte, kostbar -
13 πολύτιμος
1) cher2) précieux -
14 πολύτιμος
1) cenny przym.2) drogocenny przym.3) szlachetny przym.4) wartościowy przym. -
15 πολύτιμος
1) cenný2) drahocenný3) drahý4) hodnotný5) vzácný -
16 πολύτιμος
1) precious2) valuableΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πολύτιμος
-
17 précieux
πολύτιμος -
18 cenný
πολύτιμος -
19 drahocenný
πολύτιμος -
20 hodnotný
πολύτιμος
См. также в других словарях:
πολύτιμος — η, ο / πολύτιμος, ον, ΝΜΑ 1. (ιδίως σχετικά με πρόσ.) εξαιρετικά χρήσιμος, πάρα πολύ, επωφελής, ανεκτίμητος (α. «πολύτιμος φίλος» β. «πολύτιμος μουσοεργός», Ιπποκρ.) 2. αυτός που έχει μεγάλη αξία, βαρύτιμος («πολύτιμοι λίθοι» ορυκτά που… … Dictionary of Greek
πολύτιμος — η, ο αυτός που έχει μεγάλη τιμή, αξία, βαρύτιμος: Πολύτιμο πετράδι. – Πολύτιμος φίλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολύτιμος — πολύτῑμος , πολύτιμος much revered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάπφειρος — Πολύτιμος λίθος, με βαθύ γαλάζιο χρώμα, εξαιτίας των ιχνών σίδηρου και τιτάνιου που περιέχει. Τα σημαντικότερα κοιτάσματα σ. βρίσκονται στη Σρι Λάνκα, στην Ταϊλάνδη και στην Αυστραλία. Ονομάζεται και ανατολικός σ. για να διακρίνεται από άλλους… … Dictionary of Greek
σμαράγδι — Πολύτιμος λίθος, ποικιλία της βηρύλλου (SiO4 · SiO2)3 Al2Be3. Έχει πράσινη ιδιάζουσα απόχρωση, επειδή υπάρχουν ίχνη oξείδιων του χρώμιου και του σίδηρου. Κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του εξαγωνικού συστήματος, σε μεγάλα εξαπλευρικά έως… … Dictionary of Greek
ημιπολύτιμος — η, ο 1. αυτός που είναι κατά το ήμισυ πολύτιμος 2. φρ. «ημιπολύτιμος λίθος» πολύτιμη ποικιλία ορυκτών, η αξία των οποίων είναι μικρότερη από την αντίστοιχη τών πολύτιμων λίθων. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την πρώτη σημ. < ημι * + πολύτιμος με τη δεύτερη σημ.… … Dictionary of Greek
πολυτιμότερον — πολυτῑμότερον , πολύτιμος much revered adverbial comp πολυτῑμότερον , πολύτιμος much revered masc acc comp sg πολυτῑμότερον , πολύτιμος much revered neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίασπις — Κρυπτοκρυσταλλική αδιαφανής ποικιλία του χαλκηδονίου, παραλλαγή του χαλαζία (SiO2). Παρουσιάζεται με διάφορες και συχνά ζωηρόχρωμες αποχρώσεις: από γαλάζιο έως κίτρινο και από φαιό έως κόκκινο. Η μεγάλη ποικιλία των χρωμάτων του οφείλεται στον… … Dictionary of Greek
αδάμας — Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 1.391 κάτ.) της Μήλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μήλου του νομού Κυκλάδων. * * * ( αντος), ο (Α ἀδάμας) κρυσταλλικός πολύτιμος λίθος με μεγάλη σκληρότητα και λάμψη (αλλιώς διαμάντι, διαμαντόπετρα)… … Dictionary of Greek
ακριβός — ή, ό 1. (για πράγματα) αυτός που έχει μεγάλη αγοραστική αξία, που κοστίζει πολύ 2. πολύτιμος, τιμαλφής, βαρύς 3. αυτός που απαιτεί πολλά έξοδα, δαπανηρός, πολυέξοδος 4. (για πρόσωπα) αυτός που πουλά σε υψηλή τιμή 5. αυτός που τόν βλέπει κανείς… … Dictionary of Greek
δακτυλιόλιθος — ο 1. κάθε πολύτιμος ή ημιπολύτιμος λίθος που τοποθετείται σε δαχτυλίδι, η δαχτυλιδόπετρα 2. πολύτιμος λίθος με γλυπτές παραστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < δακτύλιος + λίθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek