-
1 ληστών
ληιστήςmasc gen plληιστόςto be carried off as booty: fem gen plληιστόςto be carried off as booty: masc /neut gen plλῃστήςrobber: masc gen pl (ionic) -
2 λῃστῶν
ληιστήςmasc gen plληιστόςto be carried off as booty: fem gen plληιστόςto be carried off as booty: masc /neut gen plλῃστήςrobber: masc gen pl (ionic) -
3 λῃστῶν
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λῃστῶν
-
4 δια-φορέω
δια-φορέω, = διαφέρω, auseinandertragen; σωρόν, im Ggstz von συνάγειν, Diphil. Stob. flor. 15, 3; dah. – a) verbreiten, κλέος Od. 19, 333, τοῦ μέν τε κλέος εὐρὺ διὰ ξεῖνοι φορέουσιν πάντας ἐπ' ἀνϑρώπους. – b) wegschleppen, Thuc. 6, 100; χρήματα, plündern, Her. 1, 88; διαφορουμένης τῆς χώρας ὑπὸ τῶν λῃστῶν Dem. 19, 315; vgl. 27, 29; Plat. Legg. III, 693 a, wo der Ggstz συμφορέω; vom Verthun des Vermögens, Is. 6, 39. 11, 31 u. Sp.; übertr., ἐν ἀγῶσι καὶ πολέμοις διαφορηϑείς, umhergeschleudert, Plut. Timol. 13. – c) zerreißen, zerfleischen; δαμάλας σπαράγμασι Eur. Bacch. 738; ὑπο κυνῶν διαφορεύμενος Her. 7, 10; vgl. Ar. Av. 355. – Bei Medic. = Geschwulst zertheilen; auch = verdauen, eigtl. ein Verführen der genossenen Nahrung durch den Körper, Arist. Probl. 1, 67; Medic.; auch durch Schweiß, verdunsten, Medic. – Bei Plut. auch intrans., verlegen sein, περί τινος.
-
5 ἄ-πλοος
ἄ-πλοος, ον, zsgzg. ἄπλους, ουν, 1) nicht schiffbar, ἡ ϑάλασσα ὑπὸ λῃστῶν γέγονεν Dem. 18, 241; ὁ πόντος ἡμῖν Pol. 4, 38. – 2) zur Schifffahrt nicht tauglich, τριήρεις ἄπλοι Andoc. 3, 5; νῆες ἄπλοι ἐγένοντο und ναῦς ἄπλους ποιεῖν Thuc. 7. 34; ἀπλοώτεραι, weniger tauglich, 7, 60; vgl. Criton Ath. IV, 173 b.
-
6 ἐκ-πομπή
-
7 εκπομπη
ἥ1) высылка, посылка, отправка(ἀποικιῶν Plat.; τινος εἰς τέν Ῥώμην Polyb.)
2) набег(λῃστῶν ἐκπομπαί Thuc.)
-
8 καθαρος
31) чистый, незагрязненный, опрятный(εἵματα Hom.; ἱμάτιον Arst.)
2) опрятный, чистоплотный(κατὰ τὸ σῶμα Plat.; περὴ ἐσθῆτα Arst.)
3) свободный от примесей, т.е. высокого качества(χρυσός, ἄρτος Her.; ἀργύριον Theocr.; τροφή Arst.)
4) прозрачный(ποταμός Her.; ὕδατα, δρόσοι Eur.; ὑγρότης Arst.)
5) яркий(φέγγος, φάος Pind.; χρόαι Arst.)
ἐν καθαρῷ ἡλίῳ Plat. — на ярком солнце6) чистый, ясный(φωναί Arst.)
7) ясный, безоблачный(δύσεις Arst.)
8) подлинный, настоящий(σπέρμα θεοῦ Pind.)
9) открытый, широкий(λειμών Theocr.)
10) (нравственно) чистый, честный(κατὰ τέν ψυχήν Plat.; κ. τῇ καρδίᾳ NT.)
11) чистый, безукоризненный, безупречный, незапятнанный, неоскверненный(θάνατος Hom.; χεῖρες, βωμοί Aesch.; θύματα Eur.)
12) свободный13) чистый, непричастный(ἀδικίας, τῶν κακῶν Plat.; ἀγορὰ καθαρὰ τῶν ὠνίων πάντων Arst.)
κ. τῶν σημηΐων Her. — не имеющий (особых) примет, т.е. без порока14) правильный, точный(ψῆφοι Dem.)
15) ( подобно римским dies fasti) священный, неприсутственный(ἡμέραι Plat.)
-
9 вертеп
вертепм (притон) τό καταγώγιο[ν]:разбойничий \вертеп τό ἄντρο ληστών. -
10 κρησφύγετο(ν)
το убежище, пристанище;κρησφύγετο(ν) των ληστών — воровской притон
-
11 κρησφύγετο(ν)
το убежище, пристанище;κρησφύγετο(ν) των ληστών — воровской притон
-
12 δελφίς
1 dolphin, a symbol for speed at sea.θεός, ὃ καὶ θαλασσαῖον παραμείβεται δελφῖνα P. 2.51
“ ἀντὶ δελφίνων δἐλαχυπτερύγων ἵππους ἀμείψαντες” P. 4.17δελφῖνι καὶ τάχος δἰ ἅλμας ἶσόν κεἴποιμι Μελησίαν N. 6.64
οἷοι δ' ἀρετὰν δελφῖνες ἐν πόντῳ (sc. the Aiginetans with their ships) I. 9.7 ἐρεθίζομαι πρὸς ἀυτὰ[ν] ἁλίου δελφῖνος ὑπόκρισιν, τὸν μὲν ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει αὐλῶν ἐκίνησἐρατὸν μέλος (v. Page, C. R. 1956, 191) fr. 140b. 15. παρὰ ναῦν δ' ἰθύει τάχιστα δελφίς fr. 234. 2. φιλάνορα δοὐκ ἔλιπον βιοτάν (sc. οἱ ἐκ λῃστῶν γενόμενοι δελφῖνες) fr. 236, cf. fr. 267. -
13 ἡμερόω
-
14 bandit problems
French\ \ problèmes de banditGerman\ \ BanditenproblemDutch\ \ bandiet problemenItalian\ \ problemi del banditoSpanish\ \ problemas del bandidoCatalan\ \ -Portuguese\ \ problemas do bandidoRomanian\ \ -Danish\ \ bandit problemerNorwegian\ \ banditt problemerSwedish\ \ bandit problemGreek\ \ προβλήματα ληστώνFinnish\ \ peliteorian rosvoprobleemaHungarian\ \ rabló problémákTurkish\ \ haydut problemleriEstonian\ \ bandiidiülesandedLithuanian\ \ -Slovenian\ \ bandit težavePolish\ \ problem bandytyRussian\ \ задача об "одноруком бандите"Ukrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ ræningi vandamálEuskara\ \ lapur arazoakFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ مسائل اللصوصية (مشاكل باندت)Afrikaans\ \ dobbelmasjienproblemeChinese\ \ 《 盗 匪 》 问 题Korean\ \ - -
15 по
πρόθ.I.με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•
ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•
по краям дороги στις άκρες του δρόμου.
|| εναντίον, κατά•стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.
|| μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.
|| (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.
2. (για διεύθυνση)• κατά•идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•
идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.
|| επί, σύμφωνα• με•идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.
3. κατά, σύμφωνα με•уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•
по образцу κατά το παράδειγμα•
по силам κατά τις δυνάμεις•
уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•
разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•
по моде κατά τη μόδα•
по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.
|| με, απο, εκ, εξ•он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.
|| απο, εκ•судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•
знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.
|| κατά, ως προς•добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•
учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.
|| (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•брат по матери ομομήτριος αδερφός•
брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•
родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.
4. με, απο, διά•отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•
говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•
передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•
ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.
5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•по недосмотру από απροσεξία•
отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•
ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•
по привычке από συνήθεια.
6. για, δια, προς, με σκοπό•отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.
|| επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.
7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•
по праздникам (κατά) τις γιορτές•
заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•
цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•
приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•
по десятому году στο δέκατο χρόνο.
8. από•по стаканчику από ένα ποτηράκι•
по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•
по одному από ένα (στον καθένα)•
по разу από μια φορά (ο καθένας).
|| για•тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•
тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.
II.με αιτ.1. ως, έως, μέχρι•по колено ως το γόνα•
войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•
сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.
|| ως και, μέχρι και•прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•
с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•
по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•
по сегодня ως τα σήμερα.
2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•по левую руку από το αριστερό χέρι.
3. για•ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•
сходить по воду πηγαίνω για νερό.
III.με προθετική•1. μετά, ύστερα, έπειτα από•с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.
2. για•скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.
3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.εκφρ.по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν. -
16 стан
стан 1-а α.1. σώμα (κορμί) ανθρώπινο.2. κορμί του πουκάμισου (εκτός τα μανίκια).стан 2-а α.1. σταθμός, κατάλυμα• κρυσφύγετο•разбойничий стан κρυσφύγετο ληστών•
бригадный стан ο σταθμός της μπριγάδας.
|| παλ. στρατόπεδο.2. στράτευμα. || μτφ. ομάδα.3. επαρχία (διοικητ ική-αστυνομική).стан 3-а α.1. (υπο)στήριγμα ξύλινο.2. μηχανή•прокатный стан μηχανή ελασματοποίησης.
-
17 διαφορέω
A = διαφέρω, spread abroad, disperse,κλέος εὐρὺ διὰ ξεῖνοι φορέουσι Od.19.333
;σωρὸν.. διαφορῆσαι ῥᾴδιον Diph.100
;τὴν ὑγρότητα Plu.2.366c
, etc.; πολλὰ τῆς οὐσίας ib.484a; δ. κραιπάλῃ τὴν κραιπάλην ib.127f:—[voice] Pass.,διαπεφορῆσθαι Critias Fr.62
D.;τὰ διαπεφορημένα τῶν εἰδώλων Arist.Div.Somn. 464b13
.2 carry away,τοὺς σταυρούς Th.6.100
; esp. as plunder,χρήματα τὰ σὰ διαφορέει Hdt.1.88
; ὧν κοινῇ διαπεφορημένων d.27.29.3 plunder,ἐπαρχίας Plu.Brut.6
, etc.:—[voice] Med., PSI5.522.5 (iii B.C.):—most freq. in [voice] Pass.,οἶκον διαφορηθέντα Hdt.3.53
;διαφορουμένης τῆς χώρας ὑπὸ λῃστῶν D.19.315
; διαφορεῖσθαι τὴν γνώμην to be robbed of one's wits, Pl. Lg. 672b.4 tear in pieces, ;τινὰς τοξεύμασι Id.HF 571
;ὑπὸ κυνῶν τε καὶ ὀρνίθων διαφορεύμενος Hdt. 7.10
.θ', cf. Ar.Av. 338.5 [voice] Pass., of ice, break up, Gp.19.6.4.II = διαφέρω 1.1, carry across from one place to another, .III Medic. (cf. διαφόρησις, -ητικός):1 dissipate by evaporation, perspiration, etc., in [voice] Pass., Aret.SD2.1, Alex.Aphr.Pr.1.68, Gal.10.657, al.3 exhaust by dissipating, weaken, Oen.66: metaph.,ὁ μερισμὸς δ. καὶ ἐκλύει τὴν ἑκάστου δύναμιν Procl.Inst.86
:—[voice] Pass., Gal.14.735.IV [voice] Pass., dispute, debate, S.E.M.1.205.V διαφορούμενον ἀξίωμα, v. διφορέω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαφορέω
-
18 κοκρύδων
A = κροκύδες, Epich.181).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοκρύδων
-
19 μελεδωνός
A attendant, guardian, τῶν οἰκίων μ. house- steward, Hdt.3.61; ὁ μ. τῶν θηρίων the keeper of the crocodiles, Id.2.65; μ. τῆς τροφῆς one who provides their food, ibid., cf. 7.31; μ. τῶν χρημάτων ib.38;μελεδωνοὶ τῶν ἱερῶν D.H.1.67
;τοῦ τείχους Ael.NA 3.26
; μ. λῃστῶν agents of pirates, Philostr.VA3.24; title of public officials in Samos, SIG976.63 (ii B.C.): metaph., of a learned man,πάσης πολύβυβλον ἀφ' ἱστορίης μ. Ath.Mitt.11.428
([place name] Notium).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελεδωνός
-
20 σπήλαιον
σπήλαιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπήλαιον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λῃστῶν — ληιστής masc gen pl ληιστός to be carried off as booty fem gen pl ληιστός to be carried off as booty masc/neut gen pl λῃστής robber masc gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληστεία — Η ένοπλη επιβουλή εναντίον προσώπων και πραγμάτων από άτομα οργανωμένα σε συμμορίες υπό την ηγεσία ενός αρχηγού. Η λέξη λ. χαρακτηρίζει γενικά τη δράση που λαμβάνει χώρα στην ξηρά και διακρίνεται από την ανάλογη δράση στη θάλασσα, η οποία… … Dictionary of Greek
ληστρικός — ή, ό (AM λῃστρικός, ή, όν) [ληστρίς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ληστές («ὁ λῃστρικὸς πόλεμος» Πλούτ.) 2. αυτός που προσιδιάζει στον τρόπο τών ληστών, αυτός που έχει τον χαρακτήρα ληστείας («ληστρική πράξη») 3. φρ. «ληστρική σύνοδος»… … Dictionary of Greek
ληστήριον — λῃστήριον, δωρ. τ. λᾳστήριον, τὸ (Α) 1. συμμορία ληστών («ὁ Φοιβίδας ἐκπέμπων μὲν ληστήρια ἔφερε καὶ ἦγε τοὺς Θηβαίους», Ξεν.) 2. καταφύγιο, φωλιά ληστών («φασὶ δὲ τὸν παράπλουν τοῡ Κωρύκου πάντα λῃστήριον ὑπάρξαι τῶν Κωρυκαίων», Στράβ.) 3. στον… … Dictionary of Greek
μελεδωνός — μελεδωνός, ὁ και ἡ (Α) [μελεδών] 1. αυτός που φροντίζει για κάτι ή αυτός που επιμελείται κάτι, φροντιστής, επιμελητής, επιστάτης («τῶν τὸν ἕτερον καταλελοίπεε τῶν οἰκίων μελεδωνὸν ὁ Καμβύσης», Ηρόδ.) 2. μτφ. πολύ μορφωμένος άνθρωπος 3. τίτλος… … Dictionary of Greek
Μαριάνες, Βόρειες — Κοινοπολιτεία (447 τ. χλμ., 69.221 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ, με πρωτεύουσα τη Σαϊπάν (Saipan, 62.392 κάτ.). Οι Β.Μ. βρίσκονται στον βόρειο Ειρηνικό ωκεανό, Α των Φιλιππίνων και Ν της Ιαπωνίας και αποτελούνται από 16 μεγάλα νησιά του αρχιπελάγους… … Dictionary of Greek
Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… … Dictionary of Greek
ΧΑΝ — Κινεζική δυναστεία (206 π.Χ. – 220 μ.Χ.), που ιδρύθηκε από τον χωρικό Λιέου Πανγκ, υποκινητή μιας από τις μεγαλύτερες εξεγέρσεις με την οποία ανέτρεψε τον προηγούμενο βασιλεύοντα οίκο. Κατά τους 4 αιώνες της βασιλείας των Χαν, η Κίνα επεκτάθηκε… … Dictionary of Greek
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
επόρνυμι — ἐπόρνυμι και ἐπορνύω (Α) 1. διεγείρω, εξεγείρω («ὅς μοι ἐπῶρσε μένος», Ομ. Ιλ.) 2. διεγείρω και στέλνω εναντίον κάποιου («ἐπεὶ γὰρ Ἥρα σοι γένος Τυρσηνικὸν ληστῶν ἐπῶρσεν», Ευρ.) 3. στέλνω από ψηλά εναντίον κάποιου («Ζεύς... ὦρσεν ἀπ’ Ἰδαίων… … Dictionary of Greek
κλοπή — Η αφαίρεση ξένου, κινητού πράγματος από πρόσωπο που το κατέχει ανεξάρτητα αν του ανήκει ή όχι νόμιμα (κλοπή, για παράδειγμα, θεωρείται και όταν αφαιρείται πράγμα από την κατοχή άλλου που το έκλεψε προηγουμένως: ο κλέψας του κλέψαντος). Η κ.… … Dictionary of Greek