Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐκπομπή

См. также в других словарях:

  • ἐκπομπῇ — ἐκπομπή sending out fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπομπή — sending out fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκπομπή — η 1. το στάλσιμο έξω, αποστολή. 2. (φυσ.), η παραγωγή και εξαπόλυση ακτινοβολίας (ηλεκτρομαγνητικής ή σωματικής) από κάποια πηγή και η διάδοσή της στο χώρο: Εκπομπή μυρωδιάς. 3. μετάδοση ήχου με τη βοήθεια ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων ή μετάδοση… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκπομπή — Η παραγωγή και η εξαπόλυση ενέργειας από κάποια πηγή· η μετάδοση προγράμματος από ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό πομπό. ε. ακτινοβολίας. Ε. ακτινοβόλου ενέργειας, που μεταδίδεται με ηλεκτρομαγνητικά κύματα. Προέρχεται από ηλεκτρικά φορτία και οφείλεται …   Dictionary of Greek

  • δευτερογενής εκπομπή — Εκπομπή ηλεκτρονίων από μια μεταλλική επιφάνεια, η οποία έχει βομβαρδιστεί με ηλεκτρόνια που κινούνται με αρκετά υψηλές ταχύτητες. Η ολική ενέργεια ενός προσπίπτοντος ηλεκτρονίου είναι συνήθως αρκετή για να προκαλέσει την εκπομπή αρκετών… …   Dictionary of Greek

  • θερμιονική εκπομπή — Εκπομπή ηλεκτρονίων από ένα στερεό σώμα που οφείλεται στην υψηλή θερμοκρασία του. Η θ.ε. λέγεται επίσης και θερμική εκπομπή ή φαινόμενο Ρίτσαρντσον. Βλ. λ. θερμοηλεκτρονικό φαινόμενο …   Dictionary of Greek

  • εξαναγκασμένη εκπομπή — Φαινόμενο, κατά το οποίο ένα φωτόνιο συναντά ένα άτομο που βρίσκεται σε διεγερμένη κατάσταση και το αναγκάζει να εκπέμψει ένα πανομοιότυπο φωτόνιο (δηλαδή, φωτόνιο που δεν έχει μόνο την ίδια ενέργεια και συχνότητα, αλλά και την ίδια διεύθυνση και …   Dictionary of Greek

  • θερμική εκπομπή — Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που προέρχεται από την αλληλεπίδραση μεταξύ ηλεκτρονίων και ατόμων ή μορίων σε ένα θερμό και πυκνό μέσο. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στη θ.ε. από ένα ιονισμένο αέριο, αλλά χρησιμοποιείται και για την περιγραφή του… …   Dictionary of Greek

  • φωτοηλεκτρισμός ή φωτοηλεκτρικό φαινόμενο — Εκπομπή ηλεκτρονίων εκ μέρους ενός υλικού συστήματος, που δέχεται τη δράση ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών. Το φαινόμενο, που το παρατήρησε κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αι. ο Ρίγκι, ο οποίος το όρισε ως φωτοηλεκτρικό φαινόμενο, μελετήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • ἐκπομπαῖς — ἐκπομπή sending out fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπομπαί — ἐκπομπή sending out fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»