-
1 εκπομπή
-
2 ἐκπομπῇ
-
3 εκπομπή
-
4 ἐκπομπή
-
5 εκπομπη
ἥ1) высылка, посылка, отправка(ἀποικιῶν Plat.; τινος εἰς τέν Ῥώμην Polyb.)
2) набег(λῃστῶν ἐκπομπαί Thuc.)
-
6 ἐκπομπή
ἐκπομπή, ἡ,II divorce, Antipho Soph.49 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκπομπή
-
7 εκπομπή
-
8 εκπομπή
[экпомби] ουσ θ передача по радио. -
9 ἐκπομπή
-
10 εκπομπή
yayın, program, nesir -
11 εκπομπή
1) émission2) jet -
12 εκπομπή
emisja (f) rzecz. -
13 εκπομπή
1) emise2) vydávání3) vysílání4) vyzařování -
14 εκπομπή
1) broadcasting2) emissionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εκπομπή
-
15 emise
εκπομπή -
16 vydávání
εκπομπή -
17 vysílání
εκπομπή -
18 emisja
εκπομπή -
19 передача
передача ж 1) радио η εκπομπή* телевизионная \передача η τηλεοπτική εκπομπή 2) спорт. η πάσα* * *ж1) радио η εκπομπήтелевизио́нная переда́ча — η τηλεοπτική εκπομπή
2) спорт. η πάσα -
20 передача
1. свз. (передаваемая информация) η μετάδοση, η διαβίβαση, η εκπομπήмногоканальная - των πολλών διαύλων/καναλιώνпробная - в полёте ав. δοκιμαστική - κατά την πτήσηцветная - (тлв.) έγχρωμη -2. (вид излучения) η εκπομπή, η ακτινοβολία 3. (механизм передачи движения) η μετάδοση- зубчатая геликоидальная - см. - зубчатая винтовая - зубчатая планетарная οδοντωτή πλανητική -зубчатая - с внешним{}внутренним{} зацеплением οδοντωτή - με εξωτερική/εσωτερική μετάδοσηканатная - με σύρματα/σχοινιάремённая - με ιμάντα, η ιμαντοκίνηση4. (действие) η μεταβίβασ/η, η μεταφοράбез права - и юр. χωρίς/δίχως δικαίωμα - ης- управления вчт. - του ελέγχου5. физ. η μεταφοράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > передача
См. также в других словарях:
ἐκπομπῇ — ἐκπομπή sending out fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπομπή — sending out fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκπομπή — η 1. το στάλσιμο έξω, αποστολή. 2. (φυσ.), η παραγωγή και εξαπόλυση ακτινοβολίας (ηλεκτρομαγνητικής ή σωματικής) από κάποια πηγή και η διάδοσή της στο χώρο: Εκπομπή μυρωδιάς. 3. μετάδοση ήχου με τη βοήθεια ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων ή μετάδοση… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκπομπή — Η παραγωγή και η εξαπόλυση ενέργειας από κάποια πηγή· η μετάδοση προγράμματος από ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό πομπό. ε. ακτινοβολίας. Ε. ακτινοβόλου ενέργειας, που μεταδίδεται με ηλεκτρομαγνητικά κύματα. Προέρχεται από ηλεκτρικά φορτία και οφείλεται … Dictionary of Greek
δευτερογενής εκπομπή — Εκπομπή ηλεκτρονίων από μια μεταλλική επιφάνεια, η οποία έχει βομβαρδιστεί με ηλεκτρόνια που κινούνται με αρκετά υψηλές ταχύτητες. Η ολική ενέργεια ενός προσπίπτοντος ηλεκτρονίου είναι συνήθως αρκετή για να προκαλέσει την εκπομπή αρκετών… … Dictionary of Greek
θερμιονική εκπομπή — Εκπομπή ηλεκτρονίων από ένα στερεό σώμα που οφείλεται στην υψηλή θερμοκρασία του. Η θ.ε. λέγεται επίσης και θερμική εκπομπή ή φαινόμενο Ρίτσαρντσον. Βλ. λ. θερμοηλεκτρονικό φαινόμενο … Dictionary of Greek
εξαναγκασμένη εκπομπή — Φαινόμενο, κατά το οποίο ένα φωτόνιο συναντά ένα άτομο που βρίσκεται σε διεγερμένη κατάσταση και το αναγκάζει να εκπέμψει ένα πανομοιότυπο φωτόνιο (δηλαδή, φωτόνιο που δεν έχει μόνο την ίδια ενέργεια και συχνότητα, αλλά και την ίδια διεύθυνση και … Dictionary of Greek
θερμική εκπομπή — Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που προέρχεται από την αλληλεπίδραση μεταξύ ηλεκτρονίων και ατόμων ή μορίων σε ένα θερμό και πυκνό μέσο. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στη θ.ε. από ένα ιονισμένο αέριο, αλλά χρησιμοποιείται και για την περιγραφή του… … Dictionary of Greek
φωτοηλεκτρισμός ή φωτοηλεκτρικό φαινόμενο — Εκπομπή ηλεκτρονίων εκ μέρους ενός υλικού συστήματος, που δέχεται τη δράση ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών. Το φαινόμενο, που το παρατήρησε κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αι. ο Ρίγκι, ο οποίος το όρισε ως φωτοηλεκτρικό φαινόμενο, μελετήθηκε… … Dictionary of Greek
ἐκπομπαῖς — ἐκπομπή sending out fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπομπαί — ἐκπομπή sending out fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)