Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λώγη

См. также в других словарях:

  • λώγη — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καλάμη, καὶ συναγωγή σίτου». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «συναγωγή σίτου» και, κατ επέκταση, με τη σημ. «καλάμη» ως «συλλογή αχύρου» συνδέεται με το λέγω «συλλέγω», πρβλ. και λωγάω, ἐλώγη (= ἔλεγε, κατά τον Ησύχ.)] …   Dictionary of Greek

  • λωγάλιοι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀστράγαλοι ἢ πόρνοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. με σημ. «αστράγαλος» συνδέεται πιθ. με το λέγω «συλλέγω», πρβλ. και λογάδες (λίθοι) «κυλιόμενες πέτρες» και λώγη. Για το επίθημα λιοι, πρβλ. αστράγαλος, κροκάλη. Η λ. με σημ. «πόρνοι»… …   Dictionary of Greek

  • λωγάνιον — και, κατά τον Ησύχ., λωγάλιον και, κατά το λεξ. Σούδα, λογάνιον, τὸ (Α) το πολύπτυχο λιπώδες δέρμα που κρέμεται από τον λαιμό τών βοδιών, αλλ. λαμυρίς («καὶ λωγάνιον καὶ τοῡ βοὸς τὸ πολύπτυχον ἔγκατον», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «δέρμα… …   Dictionary of Greek

  • λωγώ — λωγῶ, άω (AM) λέγω («ἐλώγη ἔλεγεν», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στην εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα λωγ τού θ. λεγ τού ρ. λέγω (πρβλ. λώγη)] …   Dictionary of Greek

  • λώβα — και λούβα και λώβη, η (AM λώβη, Μ και λώβα και λούβα) η νόσος λέπρα αρχ. 1. κακή μεταχείριση, κακοποίηση («λώβη τε καὶ διαφθορά», Πλάτ.) 2. προσβολή, χλευασμός, ατίμωση, ύβρη («τίσετε λώβην» θα τιμωρηθείτε για την προσβολή, Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • νώγαλα — νώγαλα, τὰ (Α) ορεκτικά εδέσματα ή γλυκίσματα τα οποία προσφέρονταν μετά το γεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής καθημερινής γλώσσας τών αρχαίων, άγνωστης ετυμολ., που θυμίζει την ίδιας σημασίας λ. τρωγάλια (< τρώγω). Η άποψη κατά την οποία η λ. ανάγεται σε …   Dictionary of Greek

  • ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… …   Dictionary of Greek

  • leĝ- —     leĝ     English meaning: to gather     Deutsche Übersetzung: “zusammenlesen, sammeln”     Material: Gk. λέγω ‘sammle, lese together, zähle, rede, say”, καταλέγω “verzeichne”, συλλογή ‘sammlung”, ἐκλογή “Auswahl”, λόγος, λέξις “ discourse “,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»