-
21 ἐπι-χράω
ἐπι-χράω (s. χράω), 1) s. ἐπικίχρημι. – 2) nur im imperf. angreifen, anfallen, ὡς δὲ λύκοι ἄρνεσσιν ἐπέχραον, Il. 16, 352. 356; μητέρι μοι μνηστῆρες ἐπέχραον οὐκ ἐϑελούσῃ Od. 2, 50, sie sind auf die Mutter, in ihr Haus eingedrungen, Pind. frg. 44 u. sp. D.; ἀλλήλαισιν Qu. Sm. 8, 74; auch c. acc., ἀνάγκης, ἥ με καὶ ἐνϑάδε νεῖσϑαι ἐπέχραεν, die mich zwang hierher zu kommen, Ap. Rh. 3, 431; absolut, von heftigen Winden, losbrechen, 2, 498; auch Κόλχοι δίζεσϑαι ἐπέχραον, sie stürmten einher, zu suchen, 4, 508; übh. berühren, anfassen, τινός, 2, 283; τινά, Qu. Sm. 11, 480.
-
22 ὠμο-φάγος
ὠμο-φάγος, roh essend, fressend, bes. rohes Fleisch essend; gew. von wilden, reißenden Thieren, λέοντες, λύκοι, ϑῶες, Il. 5, 782. 16, 157. 11, 479 u. öfter; ϑῆρες H. h. Ven. 124; von Menschen Thuc. 3, 94. – Aber ὠμόφαγος ist = roh gegessen, roh zu essen; δαῖτες Eur. fr. Cret. 2, 13; vgl. auch Bacch. 139.
-
23 δαπτω
1) разрывать, раздирать, растерзывать(λύκοι ἔλαφον δάπτουσιν, δόρυ χρόα δάψει Hom.; τὰν ἁπαλὰν παρειάν Aesch.)
2) уничтожать, истреблять(πυρί τινα Hom. и δέμας τινός Anth.; ποταμοὴ πυρὸς δάπτοντες τῆς Σικελίας γόας Aesch.)
3) терзать, мучить, тревожить(δάπτει τὸ μέ ἔνδικον Soph.; συννοίᾳ δάπτομαι κέαρ Aesch.)
-
24 δηιοω
стяж. δῃόω1) убивать(τινα χαλκῷ Hom.)
2) разрывать, растерзывать(χαλκὸς δῃώσας, λύκοι ἔλαφον δῃώσαντες Hom.)
3) сражаться4) разорять, опустошать(ἄστυ πυρί Soph.; τὰ παραθαλάσσια Her.; τέν Χαλκιδικήν Thuc.; χώραν Arph., Xen.)
δεδῃωμένος τὸν πώγωνα шутл. Luc. — лишившийся своей бороды -
25 επιχραω
1) нападать, устремляться, бросаться(ὡς λύκοι ἄρνεσσιν Hom.)
2) преследовать (с брачными предложениями), осаждать, приставать (sc. Πηνελοπείῃ Hom.) -
26 θυνω
(ῡ) [θύω II] (только praes. и эп. impf. θῦνον)( бешено) бросаться, устремляться (διὰ προμάχων или ἐν προμάχοισιν ἂμ πεδίον Hom.)
; проноситься вихрем(κατὰ μέγαρον Hom.; ἀν΄ ὄρος Anth.)
Τρώων κλαγγέ θυνόντων ἄμυδις Hom. — крик сразу сбежавшихся троянцев;οἱ βασιλῆες θῦνον κρίνοντες Hom. — (ахейские) цари бросились строить (войска в боевой порядок);οἱ δὲ λύκοι ὣς θῦνον Hom. — (сражающиеся) набрасывались друг на друга словно волки;ἐπ΄ ἄλλοτ΄ ἄλλον λόγον θ. Pind. — быстро переходить от одного повествования к другому -
27 κρατερωνυξ
- ῠχος adj.1) с могучими когтями(λύκοι ἠδὲ λέοντες Hom.)
2) с крепкими копытами(ἵπποι, ἡμίονοι Hom.)
-
28 λαιμαργος
-
29 μονιος
μονιός, μόνιοςIион. μούνιος 2одиноко живущий, нелюдимый(λύκοι Luc.)
IIὅ живущий одиноко кабан («одинец») Aesop. -
30 μονιος...
μόνιος...μονιός, μόνιοςIион. μούνιος 2одиноко живущий, нелюдимый(λύκοι Luc.)
IIὅ живущий одиноко кабан («одинец») Aesop. -
31 μονοπειρας
-
32 σιντης
-
33 σφαζω
атт. σφάττω (fut. σφάξω, aor. ἔσφαξα; pass.: fut. σφᾰγήσομαι, aor. ἐσφάγην - реже ἐσφάχθην, pf. ἔσφαγμαι)1) закалывать, зарезывать(μῆλα καὴ βοῦς Hom.)
2) перерезывать(δέρην τινός Eur.)
3) закалывать в жертву Hom.πρὸς βωμῷ σφαγείς Aesch. — заколотый у алтаря
4) убивать, умерщвлять Her., Aesch., Plat.σ. ἑαυτόν Thuc. — кончать жизнь самоубийством
5) растерзыватьἐσφαγμένος εἰς θάνατον NT. — израненный насмерть -
34 ωρυομαι
1) реветь, выть(κύνες ὠρύονται Theocr. λύκοι ὠρυόμενοι Plut.)
θαλάσσης ὠρῦον κῦμα (act. = med.) Anth. — ревущие морские волны;ὠ. οἴκτιστον ἐπί τινι Luc. — жалобно выть по ком-л.2) ( о людях) вопить, выть Pind.3) с воем оплакивать(τινα Theocr.)
-
35 διαρπάζω
A , later- άσω App.Pun.55
:— tear in pieces, [λύκοι] αἶψα διαρπάζουσι [ἄρνας] Il.16.355; of the wind, carry away, efface,τὰ ἴχνη X.Cyn.6.2
; dismantled,Jul.
ad Ath.279a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαρπάζω
-
36 θυμός
θῡμός, ὁ,A soul, spirit, as the principle of life, feeling and thought, esp. of strong feeling and passion (rightly derived from θύω (B) by Pl.Cra. 419e ἀπὸ τῆς θύσεως καὶ ζέσεως τῆς ψυχῆς):I in physical sense, breath, life, θ. ἀπηύρα, ἀφελέσθαι, ἐξαίνυσθαι, ὀλέσαι, freq. in Hom., Il.6.17, 5.852, 155, 1.205: c. dupl. acc.,ἄμφω θ. ἀπηύρα 6.17
;ἐπεί κε.. ῥεθέων ἐκ θ. ἕληται 22.68
; λίπε δ' ὀστέα θ. 12.386; ἀπὸ δ' ἔπτατο θ. Od.10.163;ὀλίγος δ' ἔτι θ. ἐνῆεν Il.1.593
;μόγις δ' ἐσαγείρετο θυμόν 21.417
;ἄψορρόν οἱ θ. ἐνὶ στήθεσσιν ἀγέρθη 4.152
;θυμοῦ καὶ ψυχῆς κεκαδών 11.334
; of animals, 3.294, 12.150, etc.: less freq. in Trag., A. Ag. 1388, E.Ba. 620 (troch.).2 spirit, strength,τείρετο δ' ἀνδρῶν θ. ὑπ' εἰρεσίης Od.10.78
;ἐν δέ τε θ. τείρεθ' ὁμοῦ καμάτῳ τε καὶ ἱδρῷ Il.17.744
.3 πάτασσε δὲ θ. ἑκάστου each man's heart beat high, 23.370, cf. 7.216.II soul, as shown by the feelings and passions; and so,1 desire or inclination, esp. desire for meat and drink, appetite,πιέειν ὅτε θ. ἀνώγοι Il.4.263
;πλησάμενος.. θυμὸν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος Od.17.603
: generally,τά με θ. ἐνὶ στήθεσσι κελεύει Il.7.68
; βαλέειν δέ ἑ ἵετο θ. 8.301;αἲ γάρ με μένος καὶ θ. ἀνείη 22.346
; θ. ἐποτρύνῃ [τινά] Od.9.139; θ. ἐπέσσυταί τινι, ἐφορμᾶται, Il.1.173, 13.73; ἤθελε θυμῷ he wished in his heart or with all his heart, 16.255, 21.65;ἵετο θυμῷ 2.589
; so later θυμῷ βουλόμενοι wishing with all their heart, Hdt. 5.49; [ὄσσα ϝ] οι θ. κε θέλῃ γένεσθαι Sapph.Supp.1.3
;θυμὸς ὥρμα Pi. O.3.25
, cf. 38;θυμὸς ἡδονὴν φέρει S.El. 286
;ὧν ἐρᾷ θυμός Herod.7.61
;τῶν σφι θ. ἦν μάλιστα Hdt.1.1
;ἄλλως σφι θ. ἐγένετο θεήσασθαι τὸν πόλεμον Id.8.116
, etc.: with Verb omitted,σὲ γάρ μοι θῦμος ὔμνην Alc. 5
; ἄρχ' αὐτὸς ὥς σοι θ. S.El. 1319; ὅπου ὑμῖν θ. X.Cyr.3.1.37;βῆξαι θυμός ἐγγίνεται Hp.Prog.8
.2 mind, temper, will, θ. πρόφρων, ἵλαος, Il. 8.39, 9.639; θ. ὑπερφίαλος καὶ ἀπηνής, νηλέα θ. ἔχοντας, σιδήρεος θ., 15.94, 19.229, Od.5.191; ἕνα θ. ἔχειν to be of one mind, Il.15.710, etc.;οὐδὲ λύκοι τε καὶ ἄρνες ὁμόφρονα θ. ἔχουσιν 22.263
;ἕτερος δέ με θ. ἔρυκε Od.9.302
; ἐμὸν θ. ἔπειθεν ib.33;θωπείας κολακικάς, αἳ.. τοὺς θ. ποιοῦσιν κηρίνους Pl.Lg. 633d
.3 spirit, courage, μένος καὶ θ. Il.20.174;θ. ἐνὶ στήθεσσι λαβεῖν Od.10.461
; πᾶσιν δὲ παραὶ ποσὶ κάππεσε θ. Il.15.280; ψῦχρος ἔγεντο θ., of doves, Sapph.16;θ. ἔχειν ἀγαθόν Hdt.1.120
;θ. οὐκ ἀπώλεσεν S.El.26
;ὁ θυμὸς εὐθὺς ἦν Ἀμυνίας Ar.Eq. 570
; ἴωμεν ῥώμῃ καὶ θυμῷ ἐπί .. X.Cyr.4.2.21; : so in Philos., opp. λόγος, ἐπιθυμία, ib. 440b, al., cf. Arist.Pol. 1328a7, 1327b24, Phld.Mus.p.26K., etc.; personified, Passion, Emotion, opp. Λογισμός, Cleanth.Stoic.1.129.4 the seat of anger,χωόμενον κατὰ θυμόν Il.1.429
;νεμεσιζέσθω ἐνὶ θυμῷ 17.254
;θυμὸν ἐχώσατο 16.616
, etc.: hence, anger, wrath,δάμασον θυμόν 9.496
; εἴξας ᾧ θυμῷ ib. 598;θυμὸς μέγας ἐστὶ.. βασιλήων 2.196
;θ. ὀξύς S.OC 1193
;θ. κρείσσων τῶν ἐμῶν βουλευμάτων E.Med. 1079
, etc.; θυμῷ f.l. for θυμοῦ in S.Ant. 718;οἱ τῷ θ. πραχθέντες φόνοι Pl.Lg. 867b
; opp. λογισμός, Th.2.11, etc.; ἐπανάγειν τὸν θ. Hdt.7.160;ἐκτείνειν And.3.31
;καταθέσθαι Ar.V. 567
; ;θυμῷ χρᾶσθαι Hdt.1.137
, al.;ὀργῆς καὶ θυμοῦ μεστοί Isoc.12.81
(so τὴν ὀργὴν καὶ τὸν θ., i.e. the outward manifestation of ὀ., Phld.Ir.p.90W.); of horses, X.Eq. 9.2: pl. (not earlier than Pl., f.l. in S.Aj. 718 (lyr.)), fits of anger, passions,περὶ φόβων τε καὶ θυμῶν Pl.Phlb. 40e
;οἵ τε θ. καὶ αἱ κολάσεις Id.Prt. 323e
, cf. Arist.Rh. 1390a11.5 the heart, as the seat of the emotions, esp. joy or grief, χαῖρε, γήθησε δὲ θυμῷ, Il.14.156, 7.189;θ. ἐνὶ στήθεσσι γεγήθει 13.494
;μιν ἄχος κραδίην καὶ θ. ἵκανεν 2.171
; ἄχνυτο θ. 14.39, etc.; δόκησε δ' ἄρα σφίσι θ. ὣς ἔμεν ὡς εἰ .. they felt as glad at heart as if.., Od.10.415; μηδ' ὀνίαισι δάμνα.. θ. Sapph.1.4; of fear,δέος ἔμπεσε θυμῷ Il.17.625
, cf. 8.138; of love,τὴν ἐκ θυμοῦ φίλεον 9.343
;ἐκ θυμοῦ στέργοισα Theoc.17.130
; ἐμῷ κεχαρισμένε θυμῷ my heart's beloved, Il.5.243; reversely, ἀπὸ θ. μᾶλλον ἐμοὶ ἔσεαι wilt be alien from my heart, 1.562; ἐκ θ. πεσέειν, i.e. to lose thy favour, 23.595;ἔρωτι θυμὸν ἐκπλαγεῖσα E.Med.8
;ἐκ θ. κλαῦσαι Philet. 11
.6 mind, soul, as the seat of thought, ταῦθ' ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θ. Il.1.193, etc.; ᾔδεε γὰρ κατὰ θ. 2.409, cf. 4.163, etc.;φράζετο θυμῷ 16.646
;ἐν θ. ἐβάλοντο ἔπος 15.566
;τοὺς λόγους θυμῷ βάλε A.Pr. 706
;εἰς θ. βαλεῖν τι S.OT 975
; οὐκ ἐς θ. φέρω I bring him not into my mind or thoughts, Id.El. 1347. -
37 θύνω
A rush, dart along,θῦνε διὰ προμάχων Il.5.250
, etc.;πάντῃ θῦνε σὺν ἔγχεϊ 20.493
;ἀν' ὑλῆεν ὠκὺς ἔθυνεν ὄρος AP6.217.8
([Simon.]): c. part., βασιλῆες θῦνον κρίνοντες they flitted to and fro ordering the ranks, Il.2.446;μνηστῆρας ὀρίνων θῦνε κατὰ μέγαρον Od.24.449
: c. acc. cogn.,θ. ἀτραπὸν ἰθεῖαν Nic.Th. 264
: metaph., ἐπ' ἄλλοτ' ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον flits from one tale to another, Pi.P.10.54 (θύνων· ὁρμῶν, Erot. is not in our text of Hp.).II = θύω (B), Τρώων καὶ Ἀχαιῶν θῦνε μεσηγὺ ἱστάμενος raged, Il.11.570; οἱ δὲ λύκοι ὣς θῦνον ib.73; . -
38 καρχαλέος
A rough, δίψῃ καρχαλέοι rough in the throat with thirst, Il.21.541 (v.l. καρφαλέοι), cf. A.R.4.1442, Nonn.D.14.426.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρχαλέος
-
39 κρατερῶνυξ
A strong-hoofed, solid-hoofed,ἵπποι Il.5.329
,16.724, al.;ἡμίονοι 24.277
, Od.6.253; strong-clawed, ; with strong nails, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρατερῶνυξ
-
40 κυνηγέσιον
κῠνηγ-έσιον, τό,A hunting-establishment, pack of hounds, Hdt.1.36, X.Cyn.10.4; also, pack of wolves hunting together, opp. λύκοι μονοπεῖραι, Arist.HA 594a31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυνηγέσιον
См. также в других словарях:
Λύκοι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 64 κάτ.) στην πρώην επαρχία Εδέσσης του νομού Πέλλης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 10 χλμ. ΒΔ της πόλης της Έδεσσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Έδεσσας. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Βουλκογιάνοβο … Dictionary of Greek
Λύκοι — Λύκος wolf masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύκοι — λύκος wolf masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἔμπροσθεν κρημνός, ὄπισθεν λύκοι. — ἔμπροσθεν κρημνός, ὄπισθεν λύκοι. См. Меж двух огней … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
δάπτω — (Α) 1. (για άγρια ζώα) καταβροχθίζω («λύκοι... οἵ τ ἔλαφον κεραὀν μέγαν... δάπτουσιν» λύκοι που καταβροχθίζουν μεγάλο ελάφι) 2. (για φωτιά) κατακαίω, κάνω στάχτη («Ἕκτορα πυρί δαπτέμεν» να κάνει τον Έκτορα η φωτιά στάχτη) 3. (για σκώρους και… … Dictionary of Greek
θύνω — (Α) (μόνο στον ενεστ. και παρατ.) 1. (ιδίως για πολεμιστές σε ώρα μάχης) ορμώ, σπεύδω ορμητικά, εφορμώ («βασιλῆες θῡνον κρίνοντες» βασιλείς έσπευδαν εδώ κι εκεί παρατάσσοντας τις τάξεις, Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. πηδώ από το ένα στο άλλο («ἐπ ἄλλοτ ἄλλον… … Dictionary of Greek
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek
κυνοειδή — (cynoidea). Διαίρεση σαρκοφάγων της υπόταξης των σχιστοπόδων, στην οποία περιλαμβάνονται οι λύκοι, τα τσακάλια, οι σκύλοι και οι αλεπούδες. Τα κ. έχουν δυνατά πόδια, μικρό κεφάλι, λεπτό λαιμό, μεγάλα μάτια, μακριά αφτιά και οξύ ρύγχος. Τα… … Dictionary of Greek
Mythos (comics) — For the Marvel Comics series, see Mythos (Marvel Comics). Mythos (complete Greek title: ΜΥΘΟΣ Περιπέτειες στην Αρχαία Ελλάδα MYTHOS Adventures in Ancient Greece) is a Greek comic book created and drawn by Kostas Frangiadakis (Κώστας Φραγκιαδάκης) … Wikipedia
ILTEX Lykoi — (Greek: ΗΛΤΕΞ Λύκοι) is a former football team based in Kalochori, Thessaloniki, Greece. The team was owned by the Greek businessman A. Iliadis but it went bankrupt in 2004 and merged with the team Anagenisi Epanomis. The only highlight in the… … Wikipedia
Именительный падеж — представляет понятие, выраженное данным именем, как центр действия, означаемого глаголом. Таким образом самое частое употребление И. падежа в роли подлежащего. Реже И. падеж в предикативном употреблении (как сказуемое), а также и в качестве… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона