-
1 μονοπειρας
-
2 μονοπείρας
μονοπείρᾱς, μονοπείραςhunting singly: masc acc plμονοπείρᾱς, μονοπείραςhunting singly: masc nom sg (attic epic doric aeolic) -
3 μονοπείρας
A hunting singly, λύκοι μ. solitary wolves, opp. those which hunt in packs, Arist.HA 594a30, Men.1038.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονοπείρας
-
4 μονοπείρας
μονο-πείρας, ὁ, allein versuchend, bes. allein auf Raub ausgehend -
5 μονοπείραι
-
6 μονοπεῖραι
См. также в других словарях:
μονοπείρας — μονοπείρας, ὁ (Α) (συν. για λύκο) αυτός που βγαίνει για κυνήγι μόνος και όχι σε αγέλη («ἀνθρωποφαγοῡσι δὲ οἱ μονοπεῑραι τῶν λύκων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πειρας (< πεῖρα «δοκιμή, δοκιμασία»), πρβλ. ιππο πείρης] … Dictionary of Greek
μονοπείρας — μονοπείρᾱς , μονοπείρας hunting singly masc acc pl μονοπείρᾱς , μονοπείρας hunting singly masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοπεῖραι — μονοπείρας hunting singly masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek