-
1 καρχαλεος
-
2 καρχαλέος
καρχαλέος, rauh, scharf, trocken, = καρφαλέος; δίψῃ καρχαλέοι Il. 21, 541, vor Durst rauh im Halse, die jetzt aufgenommene Lesart, vgl. Spitzner zur Stelle u. Ath. XI, 475 b. So auch Ap. Rh. 4, 1442; Nonn. D. 14, 426. – Rauh, heiser, χρεμετισμός Nonn. D. 29, 199; ἱμάσϑλη, scharf, 48, 307; κύνες, λύκοι, Ap. Rh. 3, 1058 Tryph. 615, v. l. καρχαρέοι, vgl. κάρχαρος.
-
3 καρχαλέος
καρχαλέοςrough: masc nom sg -
4 καρχαλέος
A rough, δίψῃ καρχαλέοι rough in the throat with thirst, Il.21.541 (v.l. καρφαλέοι), cf. A.R.4.1442, Nonn.D.14.426.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρχαλέος
-
5 καρχαλέος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καρχαλέος
-
6 καρχαλέος
καρχαλέος, rauh, scharf, trocken, = καρφαλέος; δίψῃ καρχαλέοι, vor Durst rauh im Halse. Rauh, heiser, χρεμετισμός; ἱμάσϑλη, scharf -
7 καρχαλέος
Grammatical information: adj.Meaning: from a cross of and semantically between κάρχαρος and καρφαλέος, so `arid, senged, biting, sharp' (Φ 541 [v. l. καρφ-], Nic. Th. 691 [v. l. καρφ-], A. R.).Page in Frisk: 1,796Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καρχαλέος
-
8 καρχαλέον
καρχαλέοςrough: masc acc sgκαρχαλέοςrough: neut nom /voc /acc sg -
9 καρχαλέης
καρχαλέοςrough: fem gen sg (epic ionic) -
10 καρχαλέοι
καρχαλέοςrough: masc nom /voc pl -
11 καρχαλέοισι
καρχαλέοςrough: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
12 καρχαλέου
καρχαλέοςrough: masc /neut gen sg -
13 καρχαλέους
καρχαλέοςrough: masc acc pl -
14 καρχαρέος
-
15 καρχαλέη
-
16 καρχαλέῃ
См. также в других словарях:
καρχαλέος — καρχαλέος, α, ον (Α) 1. ξερός («δίψη καρχαλέοι», Ομ. Ιλ.) 2. ορμητικός, άγριος («καρχαλέοι κύνες», Απολλ. Ρόδ.) 3. (για ήχο) τραχύς, οξύς («καρχαλέος χρεμετισμός», Νόνν.) [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρόκειται πιθ. για προϊόν συμφυρμού τών λ. κάρχαρος και… … Dictionary of Greek
καρχαλέος — rough masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρχαλέον — καρχαλέος rough masc acc sg καρχαλέος rough neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρχαλέης — καρχαλέος rough fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρχαλέοι — καρχαλέος rough masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρχαλέοισι — καρχαλέος rough masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρχαλέου — καρχαλέος rough masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρχαλέους — καρχαλέος rough masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρχαλέῃ — καρχαλέος rough fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
коржавый — сухой, сморщенный, жесткий , коржаветь твердеть . По мнению Бернекера (1, 667), Потебни (РФВ 3, 95), Миклошича (Мi. ЕW 132), от корж. Следует отклонить мысль о родстве с греч. καρχαλέος грубый , вопреки Маценауэру (LF 8, 204); ср. Бернекер, там… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
хорт — борзая , хортица – то же, укр. хорт, хортиця – то же, хортовий быстрый, проворный , болг. хърт(ът) борзая , др. сербск. хрьть, сербохорв. хр̏т, словен. hr̀t, род. п. hrta, чеш., слвц. chrt, польск. chart, в. луж. khort, н. луж. chart. Из др.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера