-
1 ὠμο-φάγος
ὠμο-φάγος, roh essend, fressend, bes. rohes Fleisch essend; gew. von wilden, reißenden Thieren, λέοντες, λύκοι, ϑῶες, Il. 5, 782. 16, 157. 11, 479 u. öfter; ϑῆρες H. h. Ven. 124; von Menschen Thuc. 3, 94. – Aber ὠμόφαγος ist = roh gegessen, roh zu essen; δαῖτες Eur. fr. Cret. 2, 13; vgl. auch Bacch. 139.
-
2 ὠμοφάγος
ὠμο-φάγος: eating raw flesh. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὠμοφάγος
-
3 ὠμοφάγος
ὠμο-φάγος, roh essend, fressend, bes. rohes Fleisch essend; gew. von wilden, reißenden Tieren, von Menschen -
4 ωμοφαγος
См. также в других словарях:
κακοφάγος — ο (ψυχιατρ.) άτομο που από διαστροφή τής ορέξεως τρώει είδη ακατάλληλα για διατροφή ή και βλαβερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + φάγος (< θ. φαγ τού ἔ φαγ ον τού ἐσθίω*), πρβλ. ταχυ φάγος, ωμο φάγος] … Dictionary of Greek
κραμβοφάγος — κραμβοφάγος, ον (Α) (για βάτραχο) αυτός που τρώει κράμβες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη + συνδετικό φωνήεν ο + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον), πρβλ. χορτο φάγος, ωμο φάγος] … Dictionary of Greek
νεκροφάγος — ο (Α νεκροφάγος, ον) (για ζώα και έντομα) αυτός που τρώγει πτώματα («νεκροφάγοι ὄρνιθες», Δίων, Κ.) νεοελλ. ζωολ. κατηγορία κολεόπτερων εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. σαρκο φάγος,… … Dictionary of Greek
μιαροφαγία — η (Α μιαροφαγία) [μιαροφάγος] το να τρώει κανείς μιαρές, ακάθαρτες τροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. ωμο φάγος] … Dictionary of Greek
ξηροφαγώ — ξηροφαγῶ, έω (ΑΜ) (συν. για νηστεία) τρώω ξηρά εδέσματα, δηλ. φαγητά που δεν έχουν μαγειρευθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + φαγῶ (< φάγος), πρβλ. ωμο φάγος] … Dictionary of Greek
ωμοφάγος — α, ο / ὠμοφάγος, ον, ΝΑ αυτός που τρώει ωμές τροφές και, ιδίως, ωμό κρέας 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ωμοφάγα τα σαρκοφάγα ζώα αρχ. φρ. «ὠμοφάγος χάρις» η χαρά που προκαλείται από τη βρώση ωμού κρέατος (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + φάγος*. Η… … Dictionary of Greek