-
1 πανώλης
πανώληςall-destructive: masc /fem acc pl (attic epic doric)πανώληςall-destructive: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic)πανώληςall-destructive: masc /fem nom sg -
2 πανωλης
21) совершенно погибший(Βακτρίων δ΄ ἔρρει π. δῆμος Aesch.)
2) отверженный, проклятый(παῖς ὅ Λαερτίου Soph.)
3) губительнейший(ξυμφοραί Soph.)
-
3 πανώλης
A = πανώλεθρος 1.1,π. ὄλλυσθαι A.Th. 552
;ἔρρειν π. Id.Pers. 732
; ἤτω ἐξώλης τε καὶ πανώλης, a form of execration, Wiener Denkschr.44(6) p.54 ([place name] Cilicia).2 in moral sense, = πανώλεθρος 1.2, S.OC 1264, El. 544, E.El.60.II [voice] Act., all-destructive, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανώλης
-
4 πανώλης
η см. πανούκλα -
5 πανώλης
παν-ώλης, ες, ganz verderbt; verworfen, verrucht; ganz verderblich -
6 πανώλης
plagueΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πανώλης
-
7 plague
πανώλης -
8 πανώλει
πανώληςall-destructive: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)πανώληςall-destructive: masc /fem /neut dat sgπανώλεϊ, πανώληςall-destructive: dat sg (epic) -
9 πανώλη
πανώληςall-destructive: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)πανώληςall-destructive: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)πανώληςall-destructive: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
10 πανώλεις
πανώληςall-destructive: masc /fem acc plπανώληςall-destructive: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
11 πανωλεστάτοις
πανώληςall-destructive: masc /neut dat superl pl -
12 πανωλέστατοι
πανώληςall-destructive: masc nom /voc superl pl -
13 πανώλους
πανώληςall-destructive: masc /fem /neut gen sg (attic epic doric) -
14 πανώλες
-
15 πανῶλες
-
16 чумной
επ.1. πανωλικός, της πανώλης•-ая эпидемия επιδημία πανώλης.
2. πανωλόβλητος.3. βλ. чумовой. -
17 ἔῤῥω
ἔῤῥω, wohl ursprünglich mit Digamma Fέῤῥω, s. Ahrens Dial. Dor. p. 46 Curtius Grundz. der Griech. Etymol. 2. Aufl. S. 490; Iliad. 8, 239 ἐνϑάδε ἔρρων; fut. ἐῤῥήσω, aor. ἤῤῥησα; langsam, mühselig einhergehen, wie der hinkende Hephästus, Il. 18, 421, Scholl. Aristonic. ὅτι ἔῤῥων οὐ ψιλῶς πορευόμενος, ἀλλὰ διὰ τὴν χωλότητα ἐπαχϑῶς βαδίζων; von dem traurig, rathlos umhergehenden Menelaus Od. 4, 367, Scholl. μετὰ λύπης μόνῳ πορευομένῳ, φϑειρομένῳ, καὶ μετὰ φϑορᾶς βαδίζοντι; vgl. H. h. Merc. 259. – Daher: zu seinem Unglück, unglücklicher Weise wohin gehen, kommen, in Etwas gerathen, Il. 9, 364 ἐνϑάδε ἔρρων, Scholl. Aristonic. ἐνϑάδε μετὰ φϑορᾶς παραγενόμενος; Iliad. 8, 239 ἐνϑάδε ἔρρων, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι τὸ ἔῤῥων οὐκ ἔστι ψιλῶς παραγινόμενος, ἀλλὰ μετὰ φϑορᾶς · δυςαρεστεῖ γὰρ τῇ παρουσίᾳ, vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 102. Besonders = zu seinem Verderben fortgehen, weggehen, u. geradezu untergehen, ἄτιμος ἔῤῥειν τοῠδ' ἀπόξενος πέδου Aesch. Eum. 844; Βακτρίων δ' ἔῤῥει πανώλης δῆμος, mit perf. Bdtg, das ganze Volk ist dahin, Pers. 718. 925; übertr., ὀμμάτων δ' ἐν ἀχηνίαις ἔῤῥει πᾶσ' Ἀφροδίτη Ag. 419; ἄφαντος ἔῤῥει ϑανασίμῳ χειρώματι, er ging unter, Soph. O. R. 560, wie O. C. 1775 τῷ κατὰ γῆς ὃς νέον ἔῤῥει, vom Sterben; τἀκείνου δέ σοι σωτήρι' ἔῤῥει, die Hoffnung auf Rettung ist verloren, El. 913; ἔῤῥει τὰ ϑεῖα, es geht unter, wird nicht mehr geachtet, O. R. 910; ὦ τλῆμον, εἰ τέϑνηκας, ἐξ οἵων καλῶν ἔῤῥεις καὶ πατρὸς ζηλωμάτων Eur. I. T. 739; ὦ Πρίαμε καὶ γῆ Τρῳάς, ὡς ἔῤῥεις μάτην Hel. 1220; ὡς Πόλυβον ἤῤῥησεν Ar. Ran. 1192, zum Polybus gerieth er hin. vgl. Lys. 336; in Prosa, αὐτὰ ἔῤῥει ταῦτα ἐκ τῆς αὐτῶν χώρας Plat. Phil. 24 d; πάντα ἔῤῥειν ταῦτα ἐν τῷ τότε χρόνῳ Legg. III, 677 c; ἕπεὶ γὰρ ὁ γέλως ἐκ τῶν ἀνϑρώπων ἀπόλωλεν, ἔῤῥει τὰ ἐμὰ πράγματα, ist's aus mit mir, Xen. Conv. 1, 15, vgl. Cyr. 6, 1, 3; ἔῤῥει τὰ καλά, das Glück ist hin, Hell. 1, 1, 23; Sp., wie Plut. von Cicero's Gedichten τὴν ποιητικὴν αὐτοῦ ἀκλεῆ καὶ ἄτιμον ἔῤῥειν συμβέβηκεν, ist untergegangen, Cic. 2. – Häufig im imperat. u. opt. als Ausdruck der Verachtung u. des Unwillens, Iliad. 22, 498 ἔρρ' οὕτως, packe dich, mache, daß du wegkommst; 8, 164 ἔρρε, κακὴ γλήνη, geh' zum Teufel, geh' zum Henker; 24, 239 ἔρρετε, λωβητῆρες ἐλεγχέες; Odyss. 10, 72 ἔρρ' ἐκ νήσου ϑᾶσσον, ἐλέγχιστε ζωόντων, vs. 75 ἔρρ', ἐπεὶ ἀϑανάτοισιν ἀπεχϑόμενος τόδ' ἱκάνεις, Scholl. μετὰ φϑορᾶς ἀναχώρει, Eustath. p. 1647, 62 τὸ δὲ ἔῤῥε, καίριον ὄν, δὶς ἐλέχϑη κατὰ ϑυμικὴν διάϑεσιν. ἑρμηνεύουσι δὲ αὐτὸ οἱ Ἀριστάρχιοι μετὰ φϑορᾶς ἄπιϑι; – ἀ σ πὶς ἐκείνη ἐῤῥέτω Archil. frg. 51; ἐῤῥέτω Ἴλιον Soph. Phil. 1185; σὺ δ' ἔῤῥ' ἀπόπτυστος O. C. 1385; ἔῤῥοι δ' ἂν αἰδώς El. 241; verstärkt ἔῤῥ' ἐς κρακας ϑᾶττον ἀφ' ἡμῶν Aristoph. Plut. 604; οὐκ ἐῤῥήσετε, οὐκ ἐς κόρακας ἐῤῥήσετε, werdet ihr euch nicht gleich zum Henker scheren, Lys. 1240 Paz 500; vgl. Vesp. 1329; folgende Dichter, ἔῤῥοις Antp. Th. 5 (V, 3); Ap. Rh. 3, 936; ἔῤῥ' ἀπ' ἐμεῖο Theocr. 20, 2; selten in späterer Prosa.
-
18 ερρω
(fut. ἐρρήσω, aor. ἥρρησα)1) медленно идти, тащиться, плестисьὁ ἔρρων πλησίον ἐπὴ θρόνου ἷζε — с трудом продвигаясь поближе, (хромой Гефест) сел в кресло;
ἥ μ΄ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο Hom. — она встретилась мне, одиноко бродившему2) (велением рока) двигаться, отправляться, идти3) быть вытесненным, изгнанным(ἐκ τῆς αὐτῶν χώρας Plat.)
ἐκ ναὸς ἔ. Aesch. — быть сброшенным с корабля4) лишиться(ὀμμάτων ἔ. Aesch.)
ἐξ οἵων καλῶν ἔρρεις! Eur. — какой славной судьбы ты лишился бы!5) погибнуть, исчезнуть, пропасть(Βακτρίων ἔρρει πανώλης δῆμος Aesch.)
πόσον τίνα χρόνον ἄφαντος ἔρρει ; Soph. — сколько же времени тому назад бесследно исчез (царь Лаий)?;ἔρρει τὰ θεῖα Soph. — почитанию богов пришел конец;ἔρρει δέμας φλογιστόν Soph. — тело уничтожено огнем;τἀκείνου σωτήρι΄ ἔρρει Soph. — нет больше надежды на его спасение;ἔρρει τὰ ἐμὰ πράγματα! Xen. — дело мое пропало!, я погиб! (лат. actum est de me!);ἀχλεῆ ἔ. Plut. — бесславно пропасть, быть преданным забвению6) ( в проклятиях) убираться, проваливатьἔρρε, κακέ γλήνη! Hom. — сгинь, презренная баба! (лат. abi in malam rem!);
ἔρρ΄ ἐς κόρακας! Arph. — проваливай на съедение воронам! (лат. pasce corvos!);ἐρρέτω Ἴλιον! — пропади пропадом Илион!;ἔρρ΄ ἀπ΄ ἐμεῖο! Theocr. — прочь от меня! -
19 чума
I.(оловянная) мет. η λέπρα κασσιτέρου.II.мед. η πανώληςразг. η πανούκλαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > чума
-
20 моровой
моров||ойприл уст. λοιμώδης, λοι-μικός:\моровойо́е поветрие ἡ ἐπιδημία, τό θανατικό· \моровойа́я язва ἡ πανώλης, ἡ πανούκλα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πανώλης — all destructive masc/fem acc pl (attic epic doric) πανώλης all destructive masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) πανώλης all destructive masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανώλης — η βλ. πανούκλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πανώλει — πανώλης all destructive masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πανώλης all destructive masc/fem/neut dat sg πανώλεϊ , πανώλης all destructive dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανώλη — πανώλης all destructive neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πανώλης all destructive masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πανώλης all destructive masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανῶλες — πανώλης all destructive masc/fem voc sg πανώλης all destructive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανώλεις — πανώλης all destructive masc/fem acc pl πανώλης all destructive masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανωλεστάτοις — πανώλης all destructive masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανωλέστατοι — πανώλης all destructive masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανώλους — πανώλης all destructive masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανώλη — Οξεία λοιμώδης νόσος που προκαλείται από την παστερέλα της πανώλους (pasteurela pestiv), ένα κοκκοβακτηρίδιο το οποίο προκαλεί συνήθως επιζωοτίες σε μερικά είδη ποντικών· η νόσος μεταδίδεται στον άνθρωπο από τους ποντικούς όταν οι ψύλλοι, που… … Dictionary of Greek
έρρω — ἔρρω (Α) 1. πορεύομαι ή βαδίζω αργά και με κόπο, ιδίως για τον Ήφαιστο που ήταν χωλός («αὐτὰρ ὁ ἔρρων πλησίον», Ομ. Ιλ.) και για τον Οδυσσέα («ἣ μ’ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο» μέ συνάντησε να περιπλανιέμαι μόνος, Ομ. Οδ.) 2. πηγαίνω, μεταβαίνω κάπου 3 … Dictionary of Greek