Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πανώλης

См. также в других словарях:

  • πανώλης — all destructive masc/fem acc pl (attic epic doric) πανώλης all destructive masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) πανώλης all destructive masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανώλης — η βλ. πανούκλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πανώλει — πανώλης all destructive masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πανώλης all destructive masc/fem/neut dat sg πανώλεϊ , πανώλης all destructive dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανώλη — πανώλης all destructive neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πανώλης all destructive masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πανώλης all destructive masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανῶλες — πανώλης all destructive masc/fem voc sg πανώλης all destructive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανώλεις — πανώλης all destructive masc/fem acc pl πανώλης all destructive masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανωλεστάτοις — πανώλης all destructive masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανωλέστατοι — πανώλης all destructive masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανώλους — πανώλης all destructive masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανώλη — Οξεία λοιμώδης νόσος που προκαλείται από την παστερέλα της πανώλους (pasteurela pestiv), ένα κοκκοβακτηρίδιο το οποίο προκαλεί συνήθως επιζωοτίες σε μερικά είδη ποντικών· η νόσος μεταδίδεται στον άνθρωπο από τους ποντικούς όταν οι ψύλλοι, που… …   Dictionary of Greek

  • έρρω — ἔρρω (Α) 1. πορεύομαι ή βαδίζω αργά και με κόπο, ιδίως για τον Ήφαιστο που ήταν χωλός («αὐτὰρ ὁ ἔρρων πλησίον», Ομ. Ιλ.) και για τον Οδυσσέα («ἣ μ’ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο» μέ συνάντησε να περιπλανιέμαι μόνος, Ομ. Οδ.) 2. πηγαίνω, μεταβαίνω κάπου 3 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»