Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λαγαίω

См. также в других словарях:

  • λαγαίω — (Α) επιγρ. απαλλάσσω, απολύω, αφήνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαγαίω προήλθε από θ. λαγ + κατάλ. αίω (κατά το κεραίω, ἀγαίομαι), ενώ ο αόρ. λαγάσαι σχηματίστηκε κατά το συνών. χαλάσαι. Το θ. λαγ ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα (s)lәg τής ΙΕ ρίζας (s)lēg… …   Dictionary of Greek

  • λάγανο — το (Α λάγανον) νεοελλ. πρόχειρο ψωμί ψημένο σε χόβολη, σε ζεστή στάχτη, σταχτόπιτα αρχ. λεπτή πίτα ζυμωμένη και ψημένη με λάδι, που μπορεί να αποτελείται και από πολλά λεπτά φύλλα ζύμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαγ (πρβλ. λαγαίω) + επίθημα ανο (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • λάγνος — η, ο, θηλ. και α (AM λάγνος, η, ον, θηλ. και ος, Α και λάγνιος, ία, ον και αττ. τ. αρσ. λάγνης) επιρρεπής στις σαρκικές απολαύσεις, φιλήδονος, ηδυπαθής, ακόλαστος νεοελλ. αυτός που περιέχει ηδονική διάθεση, ηδυπαθής («λάγνα μάτια») αρχ. το ουδ.… …   Dictionary of Greek

  • λήγω — (AM λήγω) 1. λαμβάνω πέρας, παρέρχομαι, τελειώνω (α. «η προθεσμία υποβολής τών δηλώσεων λήγει στο τέλος τής εβδομάδας» β. «ἐν σοὶ μὲν λήξω, σέο δὲ ἄρξομαι» Ομ. Ιλ. γ. «καὶ πρὸς ἔαρ ἤδη ταῡτα ἦν τοῡ χειμῶνος λήγοντος», Θουκ.) 2. (αμτβ.) καταλήγω,… …   Dictionary of Greek

  • λαγάζω — 1. ησυχάζω, ηρεμώ, παύω να κάνω κάτι, καταλαγιάζω 2. σωπαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λήγω ή λαγαίω, κατά τα ρ. σε άζω (πρβλ. είκω εικάζω] …   Dictionary of Greek

  • λαγαρός — ή, ό θηλ. και ά (AM λαγαρός, ά, όν) 1. χαλαρός, άτονος («καὶ ἡ χέλυς... λαγαροὺς περιβέβληται κύκλους», Φιλόστρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λαγαρά οι λαγόνες, τα μαλακά μέρη τού σώματος που βρίσκονται κάτω από τα πλευρά («τὰ κάτωθεν τῶν… …   Dictionary of Greek

  • λαγγάζω — (Α) υποχωρώ, ενδίδω. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής καθομιλουμένης τής Αρχαίας, που ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *(s)lәg τής ΙΕ ρίζας *(s)lēg «χαλαρός, άτονος» (πρβλ. λαγαίω) και εμφανίζει έρρινο στοιχείο ( γ ). Η λ. συνδέεται με λατ. langueo «είμαι άτονος …   Dictionary of Greek

  • λαγόνα — και λαγών, η (Α λαγών, όνος, ἡ και ὁ) συν. στον πληθ. οι λαγόνες τα πλάγια μέρη τής λεκάνης τού ανθρώπου και ορισμένων ζώων, αλλ. ψαχνά, μαλακά, λαπάρα, λαγόνια («ἔχων δὲ τοι... καὶ χέρας λαγόνας τε και θώρακ ἄριστον», Αριστοφ.) αρχ. 1. μήτρα 2.… …   Dictionary of Greek

  • λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… …   Dictionary of Greek

  • λωγάνιον — και, κατά τον Ησύχ., λωγάλιον και, κατά το λεξ. Σούδα, λογάνιον, τὸ (Α) το πολύπτυχο λιπώδες δέρμα που κρέμεται από τον λαιμό τών βοδιών, αλλ. λαμυρίς («καὶ λωγάνιον καὶ τοῡ βοὸς τὸ πολύπτυχον ἔγκατον», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «δέρμα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»