Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λάγγων

См. также в других словарях:

  • λαγγών — λαγγών, ῶνος, ὁ (Α) 1. έμπορος, πραματευτής, μεταπράτης 2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «ὁ εὐθὺς λανθάνων τοῡ ἀγῶνος καὶ φόβου». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαγγ (πρβλ. λαγγάζω) + κατάλ. ών (πρβλ. φαγ ών)] …   Dictionary of Greek

  • LANGI — apud Aldhelmum. Loth quoque, qui langos sonleratos vixerat inter, Hospes hospitibus praebens umbracula tecti: homines sunt malae vitae et profusae libidinis; quos paulo post eadem de re agens, scortatores nominat et cinaedos: Cum scortatore: et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λαγγόνι — και λαγγούνι, το τα λαγαρά, οι λαγόνες, το μέρος τού σώματος μεταξύ τής μέσης και τών πλευρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. *λαγγόνιν < *λαγγόνιον < λαγγών, όνος + υποκορ. κατάλ. ιον] …   Dictionary of Greek

  • λαγκός — Πόλη (1.484.000 κάτ. το 1995) της νοτιοδυτικής Νιγηρίας, στην ομώνυμη πολιτεία (3.345 τ. χλμ., 6.357.253 κάτ.) του κράτους. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη πόλη και το κύριο λιμάνι της Νιγηρίας, στον κόλπο του Μπενίν, καθώς επίσης και επίκεντρο των… …   Dictionary of Greek

  • (s)lēg- : (s)lǝg- and (s)leg- —     (s)lēg : (s)lǝg and (s)leg     English meaning: weak, feeble     Deutsche Übersetzung: ‘schlaff, matt sein” (from “loslassen”), from ‘schlaff” about “weichlich” also “wollũstig”     Note: nasal. (s)leng (= leng ‘swing, waver”?)     Material …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»