-
1 πυγ-μαχέω
-
2 πυγ-μαχία
πυγ-μαχία, ἡ, der Faustkampf; Il. 23, 653. 665; Pind. N. 6, 26 Ol. 10, 12.
-
3 πυγ-μάχος
πυγ-μάχος, mit der Faust kämpfend, Faustkämpfer; Od. 8, 246; Pind. I. 7, 63; Luc. Iov. Trag. 33; Theocr. 24, 110 unterscheidet πύκται δεινοὶ ἑν ἱμάντεσσι u. ἐς γαῖαν προπεσόντες πυγμάχοι, die sich auf die Erde legten und rangen.
-
4 πύγ-αργος
πύγ-αργος, Weißsteiß, eine Adlerart, Arist. H. A. 6, 6; auch eine Antilopenart, unter libyschen Thieren genannt, Her. 4, 192; – Soph. frg. 932 brauchte es nach E. M. auch für δειλός, als Ggstz von μελάμπυγος.
-
5 πῡγ-αλγής
-
6 κατα-πυγ-μαχέω
κατα-πυγ-μαχέω, im Faustkampf überwinden, Schol. Luc. epigr. 20.
-
7 πυγαλγίας
πῡγ-αλγίας, ὁ,A suffering pain in the buttocks, Democles Pygelensis (?) ap. Str.14.1.20 (Lobeck; πυγαλίας codd., - αλγής Schneid.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυγαλγίας
-
8 πύγαργος
πῡγ-αργος, ὁ,II a kind of eagle, perh. Circus cyaneus, Arist.HA 618b19; opp. ὁ μελάμπυγος, Archil. 189, cf. Lyc. 91 (et ibi Sch.): metaph. of a coward, S.Fr. 1085.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πύγαργος
-
9 πυγαῖος
A of or on the rump:I τὸ π.,= ἡ πυγή, Hp. Art.57,78, Arist.HA 620a15: pl., Archipp.41 (s.v.l.), Sor.1.102, Dsc. Eup.2.56, Hsch., Phot.; τὸ π. ἄκρον, of a bird, Hdt.2.76.II πυγαῖα, τά, in Architecture,= σπεῖρα, base of a column, Hsch.IV v. πυγλίον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυγαῖος
-
10 πυγεών
-
11 πυγή
A ( τὸ πυγή is a barbarism in Ar.Th. 1187):—rump, buttocks, Archil.91, Ar.Eq. 365, Sor.2.60, etc.; pl., Luc.Peregr.17; ποτὶ πυγὰν ἅλλεσθαι to kick up the heels so as to strike the buttock in dancing, dance the fling, a girls' exercise at Sparta, Ar.Lys.82, cf. Antyll. ap. Orib.6.31.2;πρὸς π. πηδῆσαι Hp. Nat.Puer.13
(cited as πρὸς πυγὰς πηδᾶν by Sor.1.60).2 metaph. of fat, swelling land, Eust.310.2.II = οὐρά, EM513.14. -
12 πυγηδόν
πῡγ-ηδόν, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυγηδόν
-
13 πυγίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυγίδιον
-
14 πυγίζω
A paedico, Id.Th. 1120, Theoc.5.41: [ per.] 3pl. [tense] impf.ἐπυγίζοσαν Sammelb. 6840
(Karnak, ii B.C.): [tense] pf.πεπύγικα AP9.317
:—[voice] Pass., Sammelb.7452.9. -
15 πύγισμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πύγισμα
-
16 πυγιστί
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυγιστί
-
17 πυγμαχίη
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πυγμαχίη
-
18 πυγμάχος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πυγμάχος
-
19 πῡγαλγής
πῡγ-αλγής, ές, am Hintern Schmerzen leidend -
20 πύγαργος
πύγ-αργος, Weißsteiß, eine Adlerart; auch eine Antilopenart, unter libyschen Tieren genannt
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πυξ — πύξ ΝΑ επίρρ. φρ. «πυξ (και) λαξ» με γροθιές και κλοτσιές αρχ. 1. με την πυγμή, με τη γροθιά («πὺξ μὲν ἐνίκησα Κλυτομήδεα», Ομ. Ιλ.) 2. ως προς την πυγμαχία («πὺξ ἀγαθὸς Πολυδεύκης», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «πὺξ ἔχω τοὺς δακτύλους» έχω τα δάχτυλα… … Dictionary of Greek
ιθυμάχος — ἰθυμάχος, ον (Α) 1. αυτός που μάχεται δίκαια και τίμια 2. αυτός που μάχεται σε ανοιχτό πεδίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. μονο μάχος, πυγ μάχος] … Dictionary of Greek
ιππομάχος — (3ος αι. π.Χ.). Πολιτικός της Μιλήτου. Όταν γύρισε με τη βοήθεια των Σελευκιδών από την εξορία, όπου τον είχε στείλει ο τύραννος της Μιλήτου, Τίμαρχος, ο Ι. έδιωξε τον τελευταίο. Στη συνέχεια ο Ι. κατέλαβε σημαντική θέση, επειδή τον τίμησαν ως… … Dictionary of Greek
κνήμαργος — κνήμαργος, ον (Α) 1. αυτός που έχει λευκές κνήμες 2. εκείνος που έχει χοντρές κνήμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνήμη + αργος (< ἀργός «στιλπνός, γυαλιστερός»), πρβλ. πόδ αργος, πύγ αργος] … Dictionary of Greek
λέπαργος — λέπαργος, ον (Α) 1. αυτός που έχει λευκό δέρμα ή λευκά φτερά («λέπαργος κίρκος», Αισχύλ.) 2. αυτός που έχει λευκή κοιλιά ή λευκά πλευρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέπος + ἀργός «στιλπνός, λευκός» (πρβλ. κνήμ αργος, πύγ αργος)] … Dictionary of Greek
παλάμη — (I) και απαλάμη, η (ΑΜ παλάμη) 1. η εσωτερική επιφάνεια τού χεριού ανάμεσα στον καρπό και στα δάχτυλα, η χούφτα ή φούχτα 2. το χέρι («παλάμη δ ἔχε χάλκεον ἔγχος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. μονάδα μήκους ίση με το 1/10 τού μέτρου, μονάδα επιφάνειας ίση… … Dictionary of Greek
ραβδομαχία — η / ῥαβδομαχία, ΝΑ είδος οπλομαχητικής άσκησης με ράβδους, η οποία είναι παρεμφερής με την ξιφασκία νεοελλ. (γενικά) συμπλοκή με ραβδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάβδος + μαχία πιθ. μέσω αμάρτυρου αρχ. *ῥαβδομάχος (πρβλ. μονο μαχία, πυγ μαχία)] … Dictionary of Greek
ροπαλομάχος — ὁ, Α αυτός που πολεμούσε με το ρόπαλο, ο οπλισμένος με ρόπαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόπαλον + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. πυγ μάχος] … Dictionary of Greek
σιαγόνα — η / σιαγών, όνος, ΝΜΑ, και σε πάπ. σεαγών και συαγών, και ιων. τ. σιηγών, Α καθένα από τα οστά τού προσώπου που σχηματίζουν το στόμα και φέρουν τα δόντια, η γνάθος, το σαγόνι νεοελλ. 1. τεχνολ. τα κινητά μέρη σφιγκτήρα, τανάλιας ή λαβίδας που… … Dictionary of Greek
σπιθαμή — η / σπιθαμή, ΝΜΑ, και πιθαμή, Ν 1. το διάστημα ανάμεσα στον αντίχειρα και στο μικρό δάχτυλο τεντωμένου χεριού (α. «μια σπιθαμή απόσταση» β. «... τὰ πρόβατα τὰς οὐρας ἔχει τὸ πλάτος πήχεως, τὰ δὲ ὦτα αἱ αἶγες σπιθαμῆς», Αριστοτ.) 2. (για χρόνο)… … Dictionary of Greek
peuk̂- and peuĝ- — peuk̂ and peuĝ English meaning: to stick; to punch Deutsche Übersetzung: ‘stechen”, also “boxen” (“with vorgestrecktem Knöchel of Withtelfingers”) Material: 1. peuk ̂ : Gk. *πεῦκος n. “cusp, peak, sting, prick” in Gk. περι πευκές … Proto-Indo-European etymological dictionary