-
1 κονίστρα
κονίστρᾱ, κόνιστραplace covered with dust: fem nom /voc /acc dual——————κονίστρᾱͅ, κόνιστραplace covered with dust: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 κονίστρα
-
3 κονιστρα
ἥ конистра1) покрытая песком площадка для состязаний в борьбе Plut.2) песчаная площадка для птиц Arst. -
4 κονίστρα
κονίστρα, ἡ, der Staubplatz, ein mit seinem Sande bedeckter Platz, in welchem sowohl die Ringer mit einander kämpfen, als auch Pferde sich wälzen u. tummeln und Vögel sich wälzen u. baden -
5 κονίστρα
η прям., перен. арена;βγαίνω ( — или εμφανίζομαι) στην πολιτική κονίστρα — выходить на политическую арену
-
6 κονίστρᾳ
Βλ. λ. κονίστρα -
7 κόνιστρα
κόνῑσ-τρα, ἡ,2 arena in a wrestling school, Lyc.867, Plu.2.638c;δρόμοι καὶ κ. καὶ γυμνάσια Ael.NA11.10
, cf. 6.15, Eust.382.32; also in a theatre, Suid. s.v. σκηνή.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόνιστρα
-
8 κονίστρα
arène -
9 κονίστρας
κονίστρᾱς, κόνιστραplace covered with dust: fem acc plκονίστρᾱς, κόνιστραplace covered with dust: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 κονίστραι
κονίστρᾱͅ, κόνιστραplace covered with dust: fem dat sg (attic doric aeolic) -
11 κονίστραις
κόνιστραplace covered with dust: fem dat pl -
12 κονιστήριον
κονιστήριον, τό, = κονίστρα, Vitruv. 5, 11.
-
13 арена
η κονίστρα, η παλαίστρα, ο στίβος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > арена
-
14 ареиа
ареи||аж прям., перен ὁ στίβος, ἡ κονίστρα:на международной \ареиае στό διεθνή στίβο. -
15 арена
-ы θ.κυρλξ. κ. μτφ. κονίστρα, παλαίστρα, στίβος•на литературной -е στο λογοτεχνικό στίβο•
арена политической борьбы στίβος πολιτικής διαμάχης.
-
16 манеж
-а α.1. ιππευτήριο.2. κονίστρα τσιρκου• -
17 манежик
-а α. (υποκορ.)1. μικρό ιππευτήριο.2. μικρή κονίστρα τσίρκου. -
18 партер
-а α.1. πλατεία θεάτρου.2. ανθώνας• παρτέρι.3. κονίστρα, παλαίστρα. -
19 площадка
-и θ.1. πλατεία μικρή• γηπεδάκι• πίστα, στίβος κονίστρα•спортивная площадка αθλητικό γήπεδο•
танцевальная площадка πίστα χορού•
орудииная площадка τηλεβολοστάσιο.
|| χώρος επίπεδος•строительная площадка χώρος οικοδομής•
на лестнице πλατύσκαλο, πλατύβαθμο, κλιμακτήρας.
2. εξέδρα.3. πλατειΐτσα βαγονιού. -
20 κόνισμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόνισμα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κονίστρα — κονίστρᾱ , κόνιστρα place covered with dust fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονίστρᾳ — κονίστρᾱͅ , κόνιστρα place covered with dust fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονίστρα — η (ΑM κονίστρα) νεοελλ. κάθε πνευματικό, κοινωνικό ή πολιτικό πεδίο δράσης, όπου διαγωνίζεται κάποιος με άλλους, στίβος («είναι πολλά χρόνια γνωστός στην πνευματική κονίστρα») μσν. αρχ. 1. σκάμμα καλυμμένο με λεπτή άμμο, όπου πάλευαν και… … Dictionary of Greek
κονίστρα — η το πνευματικό ή πολιτικό πεδίο, όπου διαγωνίζεται κανείς με τους άλλους: Νεότατος κατέβηκε στην πολιτική κονίστρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κονίστρας — κονίστρᾱς , κόνιστρα place covered with dust fem acc pl κονίστρᾱς , κόνιστρα place covered with dust fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονίστραι — κονίστρᾱͅ , κόνιστρα place covered with dust fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονίστραις — κόνιστρα place covered with dust fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ТЕАТР — • Theatrum, Θέατρον. I. Греческий Т. Древнегреческий T. предназначался не только для драматических представлений: трагедий, сатирических драм и комедий, но служил первоначально местом действия всех торжеств, относившихся… … Реальный словарь классических древностей
КОНИСТРА — • Conisterium, Κονιστήριον, κονίστρα, собственно пыльное и песчаное место; так называлась в гимназиях арена, на которой упражнялись борцы. В греческом театре К. означает то место, на котором воздвигалась из досок ορχήστρα, т. е.… … Реальный словарь классических древностей
αγώνας — Οι αρχαίοι ονόμαζαν στην αρχή α. τον τόπο συνάθροισης των πολιτών· αργότερα η λέξη κατέληξε να σημαίνει τον αθλητικό διαγωνισμό που γινόταν σε αυτό τον τόπο μπροστά στον λαό. Υπήρχαν α. διαφόρων ειδών και σε μερικές πόλεις τελούνταν ακόμα και… … Dictionary of Greek
αμφιθέατρο — Οικοδόμημα για θεάματα, τυπικό της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Βασικά αποτελείται από μια ελλειπτική κονίστρα, την αρένα (ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν στρωμένη με άμμο και στα λατινικά, arena σημαίνει άμμος), γύρω από την οποία βρίσκονται σε κλιμακωτή … Dictionary of Greek