Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κέστρος

См. также в других словарях:

  • κέστρος — sharpness masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέστρος — Ονομασία ποταμού της Παμφυλίας κατά την αρχαιότητα, που βρισκόταν ανάμεσα στον Ευρυμέδοντα και τον Μαγόδο και πήγαζε από τα Σελγικά όρη. Είχε απεικονιστεί ως θεός σε νομίσματα της πόλης Πέργης. Ήταν πλωτός, όπως μαρτυρούν οι Πράξεις των Αποστόλων …   Dictionary of Greek

  • κέστροι — κέστρος sharpness masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Kestrosphendon — Als Kestrosphendone, auch Cestrus, Cestrosphendone oder Kestros, bezeichnet man eine griechische und später von den Römern übernommene Schleuder, die Pfeile abschoss. Inhaltsverzeichnis 1 Etymologie 2 Beschreibung 3 Geschichte …   Deutsch Wikipedia

  • κέστρειον — κέστρειον, τὸ (Α) [κέστρος] επιγρ. πιθ. 1. εργαστήριο κατασκευής κέστρων 2. οπλοστάσιο …   Dictionary of Greek

  • κεντώ — άω (ΑΜ κεντῶ, έω) 1. (για έντομα) κεντρίζω, κεντρώνω, τσιμπώ («μέ κέντησε μια μέλισσα») 2. ερεθίζω κάποιον για να προβεί σε μια ενέργεια, αναγκάζω το άλογο να προχωρήσει, σπιρουνίζω («τη φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε», Κάλβ.) νεοελλ. 1. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • κεστρίον — κεοτρίον, τὸ (Α) επιγρ. (υποκορ. τού κέστρος*) μικρό βέλος για κεστροσφεσδόνη* …   Dictionary of Greek

  • κεστροσφενδόνη — Αρχαίο όπλο που χρησιμοποιούσαν οι Μακεδόνες στρατιώτες στους πολέμους εναντίον των Περσών (4ος αι. π.Χ.). Επρόκειτο για ένα ακόντιο με σιδερένια λόγχη, που εξακοντιζόταν μέσω μίας σφεντόνας. * * * κεστροσφενδόνη, ἡ (Α) σφενδόνη, πολεμική μηχανή… …   Dictionary of Greek

  • κεστροφόρος — κεστροφόρος, ὁ (Α) επιγρ. 1. αυτός που μεταφέρει τα βέλη τα οποία ονομάζονταν κέστροι 2. αυτός που χρησιμοποιεί το εργαλείο κέστρον για την εγκαυστική ζωγραφική. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέστρος (είδος βέλους) + φόρος (< φόρος < φέρω)] …   Dictionary of Greek

  • κεστροφύλαξ — κεοτροφύλαξ, ακος, ὁ (Α) επιγρ. αξιωματικός που είχε τη φροντίδα τών βελών που ονομάζονταν κέστροι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέστρος (είδος βέλους) + φύλαξ (< φύλαξ), πρβλ. θαλαμο φύλαξ, χωρο φύλαξ] …   Dictionary of Greek

  • παμφυλία — Χώρα της Μικράς Ασίας, στο νότιο τμήμα της και κατά μήκος της Μεσογείου, όπου σχηματίζει το Παμφύλιο πέλαγος ή κόλπο της Αττάλειας. Το στενό σχήμα της χώρας εκτείνεται μεταξύ του νοτιότατου ακρωτηρίου της Μικράς Ασίας, του Ανεμουρίου (Αναμούρ)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»