Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κάμπιμος

См. также в других словарях:

  • κάμπιμος — και κάμπιος και κάμπειος, η, ον (Α) [καμπή] αυτός που κάμπτεται, που έχει καμπή ή καμπές, στροφές, στριψίματα, πολύστροφος …   Dictionary of Greek

  • καμπίμους — κάμπιμος bent masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμπειος — α, ο βλ. κάμπιμος …   Dictionary of Greek

  • κάμπιος — κάμπιος, ον (Α) βλ. κάμπιμος* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»