-
1 καμπη
I.ἥ1) изгиб, излучинаὁ ποταμὸς περὴ πολλὰς καμπὰς ἀγνύμενος Her. — река, текущая многочисленными изломами
2) поворотκαμπαῖσι δρόμων Eur. — на поворотах дорог;
εὐλαβηθῆναι περὴ τέν καμπέν Plat. — быть осторожным на повороте;καμπέν ποιεῖσθαι Plat. — сделать поворот, т.е. вернуться назад;πάλιν τοι μῦθον ἐς καμπέν ἄγε Eur. — верни свою речь к повороту, т.е. скажи, к чему клонится твоя речь3) сгиб, сочленение, сустав(τῶν δακτύλων, τῶν βραχιόνων Arst.)
4) сгибаниеκ. καὴ ἔκτασις Plat. — сгибание и разгибание (тела)
5) муз. переход, перелив, рулада(καμπὰς ποιεῖν Plut.)
κάμπτειν τινὰ καμπήν Arph. — выводить какую-л. руладуII.ἥ1) гусеница Arst.2) кампа (баснословное чудовище в Ливии, убитое Дионисом) Diod. -
2 καμπή
η1) изгиб, поворот (дороги, реки и т. п.); угол (улицы и т. п.);η καμπή τού δρόμου — поворот дороги;
2) перен. перелом, поворот, поворотный пункт -
3 καμπή
[камби] ουσ θ изгиб. -
4 δυσκινητος
дор. δυσκίνᾱτος 21) с трудом двигающийся, малоподвижный, медлительный(γᾶ Plat.; καμπή Arst.; πλοῖα Polyb.; στρατιά Plut.)
2) перен. неповоротливый, вялый(διάνοια Arst.)
3) устойчивый, незыблемый(μόνιμος καὴ δ. Plut.)
4) непреклонный, неумолимый(Ἅιδης Anth.)
5) несклонный(πρὸς τοὺς φόβους Plat.; πρὸς γέλωτα Plut.)
δ. ὑπὸ ὀργῆς Arph. — не подверженный гневу -
5 δυσκολοκαμπτος
-
6 επικαμπη
-
7 καρποφθορος
-
8 πτιλονωτος
-
9 συγκαμπη
См. также в других словарях:
καμπή — winding fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάμπη — caterpillar fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμπη — caterpillar fem nom/voc sg (attic epic ionic) κάμπος a sea monster neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κάμπος a sea monster neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κάμπτω kam̃p as aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάμπῃ — Κάμπη caterpillar fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμπῃ — κάμπη caterpillar fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμπη — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.012 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 15 χλμ. ΒΔ της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξηροβουνίου. * * * (I) ἡ (AM κάμπη) βλ. κάμπια. (II) κάμπη, ἡ (Α) μυθικό τέρας τής… … Dictionary of Greek
καμπή — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.012 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 15 χλμ. ΒΔ της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξηροβουνίου. * * * η (AM καμπή) [κάμπτω] (για ποτάμια, οδούς κ.ά.) το σημείο όπου… … Dictionary of Greek
Καμπή — Sp Kámpė Ap Καμπή/Kampi L V Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
καμπή — η στροφή, στρίψιμο: Στην καμπή του δρόμου αυτού θα βρεις το σπίτι που ζητάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καμπῇ — κάμπτω kam̃p as aor subj pass 3rd sg καμπή winding fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άνω Καμπή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κέχρου … Dictionary of Greek