Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

κάμπη

  • 1 поворот

    поворот м 1) (действие) το γύρισμα, το στρίψιμϊ) 2) (дороги, реки) η καμπή, η στροφή; правый (левый) \поворот η δεξιά (αριστερά) στροφή· на \повороте дороги στο γύρισμα του δρόμου 3) перен. η αλλαγή, η καμπή
    * * *
    м
    1) ( действие) το γύρισμα, το στρίψιμο
    2) (дороги, реки́) η καμπή, η στροφή

    пра́вый (ле́вый) поворо́т — η δεξιά (αριστερά) στροφή

    на поворо́те доро́ги — στο γύρισμα του δρόμου

    3) перен. η αλλαγή, η καμπή

    Русско-греческий словарь > поворот

  • 2 изгиб

    изгиб
    м ἡ καμπή, ἡ στροφή, τό γύρισμα:
    \изгиб дороги ἡ στροφή τοῦ δρόμου· \изгиб реки́ ἡ καμπή τοῦ ποτάμιου.

    Русско-новогреческий словарь > изгиб

  • 3 излучина

    излучина
    ж ἡ καμπή, ἡ στροφή, ἡ καμπύλη:
    \излучина реки́ ἡ καμπή τοῦ ποτάμιου.

    Русско-новогреческий словарь > излучина

  • 4 лука

    -й, πλθ. луки θ.
    1. τοξοειδής καμπή ποταμού. || καμπή οποιαδήποτε.
    2. σκέλος σέλλας•

    передняя лука το μπροστάρι της σέλλας•

    задняя лука το πιστάρι της σέλλας.

    Большой русско-греческий словарь > лука

  • 5 поворот

    α.
    1. στροφή• στρίψιμο, γύρισμα•

    поворот винта στρίψιμο της βίδας.

    2. καμπή: поворот улицы, реки καμπή της οδού, του ποταμού.
    3. μτφ. αλλαγή, μεταβολή, μεταλλαγή, μετατροπή•

    коренной поворот ριζική αλλαγή-- в на-строниях αλλαγή στις διαθέσεις•

    поворот к лучшему στροφή (τροπή) προς το καλύτερο•

    обратный поворот μεταστροφή.

    εκφρ.
    от ворот поворот получить – παίρνω αρνητική απάντηση ή την απο-ξηλωμένη.

    Большой русско-греческий словарь > поворот

  • 6 извилина

    1. (реки) о μαίανδρος, η στροφή, η καμπή 2. (дороги) η στροφή (του δρόμου), η «φουρκέτα» 3. анат. η έλικ/α
    - ы мозга - ες του εγκεφάλου.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > извилина

  • 7 перелом

    1. (место, по которому переломлено что-л.) το σπάσιμο, η θραύση
    закрытый - мед. η θλάση
    открытый - мед. το επιπεπλεγμένο κάταγμα
    раздробленный - мед. το συντριπτικό κάταγμα
    2. (резкое изменение, крутой поворот в развитии чего-л.) το κρίσιμο σημείο, η καμπή
    - болезни - της ασθένειας, η κρίση.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перелом

  • 8 вираж

    вираж
    м ав., авт. ἡ στροφή, ἡ καμπή:
    делать \вираж κάνω στροφή.

    Русско-новогреческий словарь > вираж

  • 9 гусениНца

    гусениНца
    ж
    1. зоол. ἡ κάμπια, ἡ κάμπη·
    2. тех. ἡ ἐρπύστρια.

    Русско-новогреческий словарь > гусениНца

  • 10 загиб

    загиб
    м
    1. (изгиб) ἡ κλίση [-ις], ἡ καμπή, ἡ πτυχή·
    2. перен ἡ ὑπερβολή, ἡ παρέκκλιση.

    Русско-новогреческий словарь > загиб

  • 11 закругление

    закругл||ение
    с
    1. (действие) ἡ στρογ-γύλωση [-ις], τό στρογγύλεμα·
    2. (линия) ἡ καμπή, ἡ στροφή.

    Русско-новогреческий словарь > закругление

  • 12 извив

    извив
    м ὁ ἐλιγμός, ἡ καμπή, ἡ στροφή.

    Русско-новогреческий словарь > извив

  • 13 извилина

    изви́ли||на
    ж
    1. (реки) ἡ στροφή, ἡ καμπή, ὁ μαίανδρος·
    2. анат. ἡ £λιξ:
    \извилинаны мо́зга ὁ£ Ελικες τοῦ ἐγκεφάλου.

    Русско-новогреческий словарь > извилина

  • 14 колено

    колен||о
    с
    1. τό γόνυ, τό γόνατο[ν]:
    встать на \коленои γονατίζω, γονυπετῶ· вода по \колено τό νερό φθάνει ὡς τά γόνατα·
    2. (реки, труба) ὁ ἀγκώνας, ἡ καμπή, ἡ γωνία·
    3. (в танце) ή· φιγούρα·
    4. (поколение) ἡ γενεά· ◊ ему́ море по \колено разг δέν τόν νοιάζει γιά τίποτε, εἶναι ξέγνοιαστος· поставить на \коленои βάζω νά γονατίσει, γονατίζω (мех.).

    Русско-новогреческий словарь > колено

  • 15 отвод

    отвод
    м
    1. (воды) ἡ παροχέτευση [-ις], ἡ ἀποχέτευση [-ις]·
    2. (кандидата и т. п.) ἡ ἐξαίρεση [-ις]:
    дава́ть \отвод ἀπορρίπτω τήν ὑποψηφιότητα· подлежащий \отводу ἀπορριπτέος, ἐξαιρέσιμος·
    3. тех. ἡ γωνιά / эл. ἡ διακλάδωση (σωλήνα, ήλεκτροσυρμάτων κ.λ.π.), τό κύρτωμα, ἡ καμπή·
    4. (земель) ἡ παροχή, ἡ ἀπονομή· ◊ для \отвода глаз γιά τά μάτια

    Русско-новогреческий словарь > отвод

  • 16 поворот

    поворот
    м
    1. (действие) ὁ γῦρος, ἡ στροφή, ἡ περιστροφή·
    2. (место поворота) ἡ στροφή, ἡ καμπή:
    на \повороте дороги στή στροφή τοῦ δρόμου·
    3. перен ἡ τροπή, ἡ ἀλλαγή, ἡ μεταλλαγή, ἡ μεταβολή:
    \поворот к лу́чшему (к ху́дшему) ἀλλαγή προς τό καλύτερο (προς τό χειρότερο)· дело приняло неожиданный \поворот ἡ ὑπόθεση πήρε ἀπροσδόκητη τροπή.

    Русско-новогреческий словарь > поворот

  • 17 поворотный

    поворотный
    прил
    1. περιστροφικός:
    \поворотный круг ж.-д. ἡ περιστροφική πλάκα·
    2. перен:
    \поворотный пункт ἡ καμπή, ὁ σταθμός.

    Русско-новогреческий словарь > поворотный

  • 18 пункт

    пункт
    м
    1. (место) ὁ σταθμός:
    сборный \пункт ὁ τόπος συγκέντρωσης· командный \пункт ὁ σταθμός διοίκησης· наблюдательный \пункт τό παρατηρητήριο[ν]· призывной \пункт τό στρατολογικό[ν] γραφεῖο[ν], τό κέντρο[ν] ἐπιστρατεύσεως· опорный \пункт воен. ἡ ὁχυρά βάσις, τό ὁχυρωμένο ση-,μεῖο, τό σημείο στήριξης· \пункт медицинской помощи ὁ σταθμός ἱατρικής περιθάλψεως· переговорный \пункт ὁ τηλεφωνικός σταθμός· населенный \пункт ὁ κατοικημένος χώρος, ὁ τόπος·
    2. (момент) τό σημείο[ν], ὁ σταθμός:
    кульминационный \пункт τό κατακόρυφο, τό κορύφωμα, ὁ κολοφών поворотный \пункт ἡ καμπή, τό σημείο στροφής·
    3. (раздел) τό ἄρθροΜ/ ἡ παράγραφος (параграф):
    изложить по \пунктам ἐκθέτω κατ' ἀρθρον
    4. полигр. ἡ στιγμή.

    Русско-новогреческий словарь > пункт

  • 19 изгиб

    [ιζγκίπ] ουσ. α. καμπή

    Русско-греческий новый словарь > изгиб

  • 20 излучина

    [ιζλούτσινα] ουσ. θ. καμπή

    Русско-греческий новый словарь > излучина

См. также в других словарях:

  • καμπή — winding fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάμπη — caterpillar fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμπη — caterpillar fem nom/voc sg (attic epic ionic) κάμπος a sea monster neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κάμπος a sea monster neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κάμπτω kam̃p as aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάμπῃ — Κάμπη caterpillar fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμπῃ — κάμπη caterpillar fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμπη — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.012 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 15 χλμ. ΒΔ της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξηροβουνίου. * * * (I) ἡ (AM κάμπη) βλ. κάμπια. (II) κάμπη, ἡ (Α) μυθικό τέρας τής… …   Dictionary of Greek

  • καμπή — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.012 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 15 χλμ. ΒΔ της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξηροβουνίου. * * * η (AM καμπή) [κάμπτω] (για ποτάμια, οδούς κ.ά.) το σημείο όπου… …   Dictionary of Greek

  • Καμπή — Sp Kámpė Ap Καμπή/Kampi L V Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • καμπή — η στροφή, στρίψιμο: Στην καμπή του δρόμου αυτού θα βρεις το σπίτι που ζητάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμπῇ — κάμπτω kam̃p as aor subj pass 3rd sg καμπή winding fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άνω Καμπή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κέχρου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»