-
1 δυσκολοκαμπτος
См. также в других словарях:
δυσκολόκαμπτος — η, ο (Α δυσκολόκαμπτος, ον) δύσκαμπτος … Dictionary of Greek
δυσκολοκάμπτοις — δυσκολόκαμπτος hard to bend masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκολοκάμπτους — δυσκολόκαμπτος hard to bend masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)