Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

καρποφθόρος

См. также в других словарях:

  • καρποφθόρος — spoiling fruit masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρποφθόρος — ο (Α καρποφθόρος, ον) αυτός που καταστρέφει τους καρπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. λαο φθόρος, ψυχο φθόρος] …   Dictionary of Greek

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»