Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δυσκίνητος

См. также в других словарях:

  • Δυσκίνητος — hard to move masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκίνητος — hard to move masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκίνητος — η, ο (AM δυσκίνητος, ον) 1. αυτός που κινείται με δυσκολία, βραδυκίνητος 2. (για τον νου) αυτός που αντιλαμβάνεται δύσκολα μσν. (για χρόνο) δύσκολος αρχ. 1. σταθερός, αμετάβλητος 2. (για ψυχή) ασυγκίνητος 3. αμείλικτος, σκληρός 4. το ουδ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • δυσκίνητος — η, ο 1. βραδυκίνητος: Από τότε που πάχυνε έγινε δυσκίνητος. 2. μτφ., νωθρός, ράθυμος: Το μυαλό του είναι δυσκίνητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυσκινητότερον — δυσκίνητος hard to move adverbial comp δυσκίνητος hard to move masc acc comp sg δυσκίνητος hard to move neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκινητότατον — δυσκίνητος hard to move masc acc superl sg δυσκίνητος hard to move neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκινήτως — δυσκίνητος hard to move adverbial δυσκίνητος hard to move masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκίνητον — δυσκίνητος hard to move masc/fem acc sg δυσκίνητος hard to move neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκινητοτέρου — δυσκίνητος hard to move masc/neut gen comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκινητοτέρους — δυσκίνητος hard to move masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσκινητοτέρῳ — δυσκίνητος hard to move masc/neut dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»