-
1 συγκαμπη
См. также в других словарях:
συγκαμπή — bight fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαμπή — ἡ, Α [συγκάμπτω] 1. σύγκαμψις* 2. άρθρωση, κλείδωση, αρμός («τὰς τῶν ἄρθρων συγκαμπάς», Πολυδ.) … Dictionary of Greek
συγκαμπαί — συγκαμπή bight fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαμπήν — συγκαμπή bight fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυγκαμπάς — συγκαμπά̱ς , συγκαμπή bight fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαμπάς — συγκαμπά̱ς , συγκαμπή bight fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)