Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κόνῑσ-ις

См. также в других словарях:

  • κονίστρα — η (ΑM κονίστρα) νεοελλ. κάθε πνευματικό, κοινωνικό ή πολιτικό πεδίο δράσης, όπου διαγωνίζεται κάποιος με άλλους, στίβος («είναι πολλά χρόνια γνωστός στην πνευματική κονίστρα») μσν. αρχ. 1. σκάμμα καλυμμένο με λεπτή άμμο, όπου πάλευαν και… …   Dictionary of Greek

  • κονιστήριον — κονιοτήριον, τὸ (Α) βαθύ σκάμμα τής αρχαίας παλαίστρας και τού ρωμαϊκού αμφιθεάτρου γεμάτο με πολύ λεπτή άμμο για να γίνεται ανώδυνη η πτώση τών παλαιστών, τών πυγμάχων ή τών παγκρατιαστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κονισ (πρβλ. μέλλ. κονίσ ω τού κονίω) + …   Dictionary of Greek

  • κόνις — η (ΑM κόνις, ιος, Α αττ. τ. εως και εος) σκόνη («κόνις δὲ σφ ἀμφιδεδήει κοπτομένη πλεκτοῑσιν ὑφ ἅρμασι και ποσὶν ἵππων», Ησίοδ.) νεοελλ. (τεχνολ. μεταλργ.) στερεά ουσία που έχει λειοτριβηθεί ή αλεστεί και βρίσκεται σε λεπτότατο διαμερισμό αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • πολεμίστρα — η, ΝΜ άνοιγμα στο τείχος οχυρού ή κατάλληλα διαρρυθμισμένη θυρίδα στην κορυφή του, από όπου ο πολεμιστής μπορεί να πυροβολεί ή, κατά τον μεσαίωνα, να ρίχνει βέλη προστατευόμενος από τα εχθρικά πυρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολεμίζω + επίθημα τρα (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • σφαιρίστρα — ἡ, Α το σφαιριστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαιρίζω + επίθημα τρα (πρβλ. κονίσ τρα)] …   Dictionary of Greek

  • σφενδονίστρα — ἡ, Α σφενδόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφενδονίζω + επίθημα τρα (πρβλ. κονίσ τρα)] …   Dictionary of Greek

  • ken-2, kenǝ-, keni-, kenu-; —     ken 2, kenǝ , keni , kenu ;     English meaning: to rub, scrape off; ashes     Deutsche Übersetzung: “kratzen, schaben, reiben”     Note: various with conservative extensions     Material: I. Leichte basis: Gk. κόνις, ιος f. “dust, ash” ( is… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • tēu-, tǝu-, teu̯ǝ-, tu̯ō-, tū̆ - —     tēu , tǝu , teu̯ǝ , tu̯ō , tū̆     English meaning: to swell; crowd, folk; fat; strong; boil, abscess     Deutsche Übersetzung: ‘schwellen”     Note: extended with bh, g, k, l, m, n, r, s, t     Material: O.Ind. tavīti “is strong, hat Macht” …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»