-
1 κόμμωσις
κόμμωσις, ἡ, das Putzen, Schmücken, Schminken; τῶν ἑταιρῶν Ath. XIII, 568 a; auch a. Sp.
-
2 κόμμωσις
κόμμωσιςembellishment: fem nom sg -
3 κόμμωσις
κόμμωσις, ἡ, das Putzen, Schmücken, Schminken -
4 κόμμωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόμμωσις
-
5 κομμώσεις
κόμμωσιςembellishment: fem nom /voc pl (attic epic)κόμμωσιςembellishment: fem nom /acc pl (attic)κομμόωbeautify: aor subj act 2nd sg (epic)κομμόωbeautify: fut ind act 2nd sg -
6 commosis
commōsis, Akk. in, f. (κόμμωσις), die erste Grundlage des Honigbaus, der Gummigrund, Plin. 11, 16.
-
7 καλαίσθητος
η, ο [ος, ον ]1) обладающий хорошим, тонким вкусом; 2) сделанный со вкусом;καλαίσθητος κόμμωσις — изящная причёска
-
8 κομμώσεων
κομμώσεω̆ν, κόμμωσιςembellishment: fem gen pl -
9 commosis
commōsis, Akk. in, f. (κόμμωσις), die erste Grundlage des Honigbaus, der Gummigrund, Plin. 11, 16.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > commosis
-
10 κόνισις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόνισις
-
11 κώνησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κώνησις
См. также в других словарях:
κόμμωσις — κόμμωσις, ἡ (Α) η επίχριση με κόμμι, η επάλειψη με κόμμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμι πιθ. με την επίδραση ενός αμάρτυρου *κομμῶ «αλείφω με κόμμι»] … Dictionary of Greek
κόμμωσις — embellishment fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμώσεις — κόμμωσις embellishment fem nom/voc pl (attic epic) κόμμωσις embellishment fem nom/acc pl (attic) κομμόω beautify aor subj act 2nd sg (epic) κομμόω beautify fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμμι — το (Α κόμμι, εως) ιξώδης ουσία φυτικής προέλευσης η οποία εκκρίνεται συνήθως από εγκοπές ή τυχαία τραύματα που δημιουργούνται στον φλοιό ορισμένων δένδρων ή θάμνων («ελαστικό κόμμι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως, πρβλ. αιγυπτ. kmjt … Dictionary of Greek
κόμμωση — Καλλωπιστικό χτένισμα του κεφαλιού. Η ποικιλία των κ. οφείλεται –εκτός από τη διαφορά των φύλων– σε πολλούς παράγοντες, σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο πολιτιστικός. Ιστορία. Ακριβείς μαρτυρίες για τις παλαιότερες εποχές μάς προσφέρουν τα … Dictionary of Greek
κομμώσεων — κομμώσεω̆ν , κόμμωσις embellishment fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)