-
1 κῆδος
Grammatical information: n.Meaning: `care, mourning, funeral rites; connection by marriage, affinitas' (Il.).Other forms: Dor. κᾶδοςCompounds: As 2. member e. g. in ἀ-κηδής `careless, unburried' (Il.) with ἀκήδεια, - ίη, ἀκηδέω, - ιάω; also ἀ-κήδεσ-τος `id.' (Il.; Schwyzer 503), προσ-κηδής `carefull, connected, befriended' (φ 35, Hdt. 8, 136, A. R.); after προσ-φιλής?, cf. on the formation and meaning Sommer Nominalkomp. 110 n. 2, Levin ClassPhil. 45, 110f. - As 1. member in Κηδι-κράτης (IVa; Bechtel Hist. Personennamen 236; after Άλκι-).Derivatives: 1. κηδεστής m. `relative by marriage' (Att.) with κηδεστ(ε)ία `connexion by marriage', κηδέστρια f. `nurse' (pap.); also κηδέστωρ `educator' (Man.; archaising, s. Fraenkel Nom. ag. 1, 139f.). 2. Adjectives: κήδε(ι)ος `worth caring for, beloved, relative' (Il.), ἐπικήδειος `belonging to the dead, belonging to grief' (E., Pl. Lg. 800e), κηδόσυνος `dear' (E. Or. 1017) and κηδοσύνη (dat. pl. - σύνῃσι) `grief' (A. R.; Wyss - σύνη 42). 3. Denomin. verb κηδεύω `care for, bury, marry' (Att.) with κήδευμα `connexion by.' (S., E.), - ευσις `care' (Ael., Plot.), - ευτής `who cares for' (Arist.), - εία `connexion, burying' (E., X.), from where κηδειακός `who buries the dead' (Pergam. IIp). - Primary superlative κήδιστος `who is closest, most dear' (Hom.; Seiler Steigerungsformen 82f.). - Primary verb κήδομαι, aor. ipv. κήδεσαι (A. Th. 139, lyr.), fut. κεκαδήσομαι (Θ 353), perf. κέκηδα (Tyrt. 12, 28), also with prefix, e. g. περι-, προ-, `care, be cared for' (Il.); also act. κήδω, fut. κηδήσω `be grieved' (Il.); κηδεμών `who cares for, educator, protectorr' (Il.; after ἡγε-μών; Schwyzer 522) with κηδεμονία `care', - μονικός `caring for' (hell.), - μονεύω `be protector' (Just.); metric. enlargement κηδεμονεύς (A. R., APl.; Boßhardt Die Nom. auf - ευς 63).Origin: IE [Indo-European]X [probably] [517] *ḱeh₂dos `care, grief; hate?Etymology: An r-stem alternating with the s-stem in κῆδος (: κῦδος: κυδ-ρός) is since Geldner KZ 27, 242f. supposed in Av. sādra- n. `grief, pain, disaster', IE. *ḱād-os- resp. *ḱād-ro-. The s-stem Thieme Der Fremdling im RV 158f. saw in the dark riśā́das-, acc. to Th. `caring for the foreigner'. One adduces further a few nouns in Italic, Celtic and Germanic: Osc. cadeis `malevolentiae' (gen. sg.), Celt., e. g. MIr. caiss `hate', also `love' (prop. *`care'?), Welsh. cawdd `offensa, ira, indignatio', Germ., e. g. Goth. hatis n. `hate, anger'. The Germanic words all go back on a zero grade s-stem, IE. * kh₂dos- (cf. κεκαδήσομαι); the other forms are ambiguous. There is no parallel to κήδομαι in the other languages. Cf. on κεκαδών(?). The etymology depends on the question whether `love' and `hate' may be combined. - Pok. 517; on the meaning also Porzig Satzinhalte 293.Page in Frisk: 1,836-837Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κῆδος
См. также в других словарях:
φαιδρός — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Σωκράτη, γνωστός από τους πλατωνικούς διαλόγους. Υπήρξε και μαθητής του Λυσία. 2. Επικούρειος φιλόσοφος, που διακρίθηκε στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. Ήταν μαθητής του Ζήνωνα του… … Dictionary of Greek
αίσχος — το (Α αἶσχος) 1. αισχύνη, ντροπή 2. ατιμία, κακοήθεια 3. στον πληθ. τα αίσχη άσχημες, επαίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. άσχημος, κακός (με επιθετική προσδιοριστική λειτουργία), π.χ. «αυτός ο πίνακας είναι αίσχος» 2. «αίσχος» (επιφών. αποδοκιμασίας)… … Dictionary of Greek
σφοδρός — ή, ό / σφοδρός, ά, όν, ΝΜΑ, και σφοδρός, όν, Α ορμητικός, βίαιος ή έντονος, ισχυρός (α. «σφοδρή θαλασσοταραχή» β. «σφοδρός έρωτας» γ. «σφοδρόν καῡμα», Γαλ. δ. «σφοδρὸν μῑσος», Θουκ.) αρχ. 1. (για πρόσ.) α) παράφορος («νέος δὲ καὶ σφοδρὸς ὁ υἱὸς… … Dictionary of Greek
οικτρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ οικτρός, ά, όν) 1. (για πρόσ.) αυτός που κινεί τον οίκτο, αξιολύπητος («δοξάσει τις ἀκούειν ὄπα τᾱς Τηρεΐας μήτιδος οἰκτρᾱς ἀλόχου», Αισχύλ.) 2. (για πράγματα και καταστάσεις) αξιοθρήνητος («ἕτερα πεπόνθαμεν οἰκτρότερα», Ηρόδ … Dictionary of Greek
ολιβρός — ὀλιβρός, ά, όν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀλισθηρός». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *lei / *slei «γλιστρώ» (πρβλ. ολί σθάνω), με παρέκταση *b, προθεματικό φωνήεν ὀ και επίθημα ρός (πρβλ. κυδ ρός, ψυχ ρός). Η λ. συνδέεται… … Dictionary of Greek
σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek
ψυχρός — ή, ό / ψυχρός, ά, όν, ΝΜΑ, και ψυχθρός και ομηρ. τ. θηλ. ή Α 1. αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία, κρύος (α. «ψυχρός άνεμος» β. «ψυχρό κλίμα» γ. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει ἠῶθι πρό», Ομ. Οδ., δ. «εἰς ὕδωρ ψυχρὸν σφᾶς αὐτοὺς ῥίπτειν», Θουκ.) 2 … Dictionary of Greek