-
1 αλκί
-
2 ἀλκί
-
3 ἀλκί
A might, strength:λέων ὣς ἀλκὶ πεποιθώς Il.5.299
, cf. Od.6.130, Thgn.949; of Hector, Il.18.158, cf. Nonn.D.39.34, etc. -
4 ἀλκί
-
5 αλκι
-
6 Αλκί
-
7 Ἀλκί
-
8 ἀλκί
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀλκί
-
9 ἀλκι-μάχη
-
10 ἀλκί-φρων
-
11 ἀλκί-βιος
ἀλκί-βιος ἔχις, eine Pflanze gegen den Schlangenbiß, Nic. Ther. 541; auch ἀλκιβιάδειον.
-
12 Ἀλκιμέδων
Ἀλκι - μέδων: son of Laerces, a leader of the Myrmidons, and charioteer of Achilles after the death of Patroclus.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἀλκιμέδων
-
13 Ἀλκίνοος
Ἀλκί-νοος: king of the Phaeacians in Scheria, a grandson of Poseidon, Od. 7.61 ff.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἀλκίνοος
-
14 ἀλκίβιος
ἀλκί-βιος, ἀλκιβιάδειον, eine Pflanze gegen den Schlangenbiß -
15 ἀλκιβιάδειον
ἀλκί-βιος, ἀλκιβιάδειον, eine Pflanze gegen den Schlangenbiß -
16 ἀλκιμάχη
-
17 ἈΛΚή
ἈΛΚή, ἡ, Hom. dat. ἀλκί, Aeolisch, immer ἀλκὶ πεποιϑώς Versende, Iliad. 5, 299. 13, 471. 17, 61. 728. 18, 158 Od. 6, 130, ἀλκῖ Od. 24, 509; – a) Stärke, Körperkraft, Od. 9, 214. 514 μεγάλην ἐπιειμένον ἀλκήν, 17, 315 ταχυτῆτα καὶ ἀλκήν, Iliad. 19, 161 πάσασϑαι σίτου καὶ οἴνοιο· τὸ γὰρ μένος ἐστὶ καὶ ἀλκή, 17, 212 πλῆσϑεν δ' ἄρα οἱ μέλε' ἐντὸς ἀλκῆς καὶ σϑένεος, 13. 330 φλογὶ εἴκελον ἀλκήν. 17, 281 συῒ εἴκελος ἀλκήν, 13, 786 ἀλκῆς δευήσεσϑαι, 6, 265 μή μ' ἀπογυιώσῃς, μένεος δ' ἀλκῆς τε λάϑωμαι, Od. 22, 237 σϑένεός τε καὶ ἀλκῆς πειρήτιζεν; – Pind. χερός Ol. 11, 105, γεύεται ἀλκᾶς ἀπειράντου P. 9, 36; Tragg., ἀλκῇ πεποιϑώς Aesch. Ch. 234; τρισώματος ἀλκή Eur. Ion 204 ch., von der Chimära. – b) geistige Stärke. Müth, Herzhaftigkeit, Iliad. 20, 381 φρεσὶν εἱμένος ἀλκήν, 17. 499 ἀλκῆς καὶ σϑένεος πλῆτο φρένας, 16, 157 τοῖσίν τε περὶ φρεσὶν ἄσπετος ἀλκή, 3, 45 οὐκ ἔστι βίη φρεσίν, οὐδέ τις ἀλκή, 4, 245 οὐδ' ἄρα τίς σφι μετὰ φρεσὶ γίγνεται ἀλκή, 16, 753 ἑή τέ μιν ὤλεσεν ἀλκή, Od. 24, 509 ἀλκῇ τ' ἠνορέῃ τε κεκάσμεϑα; übrigens ist Muth u. Körperkraft bei Hom. nicht strenge geschieden, so daß man bei φρεσὶν εἱμένος ἀλκήν auch an den Körper, bei πλῆσϑεν μέλεα ἀλκῆς auch an den Geist denken muß, ἐκ τοῦ παρεπομένου; – Pind. φρενῶν ἀλκή N. 3, 39, wo Böckh ἀκμή lies't; Tyrt. 3, 9; αἰδεσϑέντες ἀλκάν, Muth ehrend, muthig, Pind. P. 4, 173; τίς ἀλκὴτὸνϑανόντ'ἐπικτανεῖν, was gehört dazu für Muth, Soph. Ant. 1017; u. in Prosa, Thuc. 6, 34; Xen. Hell. 4, 8, 18, Sp. – c) Abwehr, Schutzwehr, Beistand, Vertheidigung; Angriff, insofern er zur Vertheidigung dient; Iliad. 4, 234 μή πώ τι μεϑίετε ϑούριδος άλκῆς, 418 καὶ νῶι μεδώμεϑα ϑούριδος ἀλκῆς, 8, 174 μνήσασϑε δὲ ϑούριδος ἀλκῆς, 11, 313 λελάσμεϑα ϑούριδος ἀλκῆς, 15, 527 εὖ εἰδότα ϑούριδος ἀλκῆς, Od. 2, 61 λευγαλέοι τ' ἐσόμεσϑα καὶ οὐ δεδαηκότες ἀλκήν, Iliad. 7, 164 ϑοῦριν ἐπιειμένοι ἀλκήν, 9, 231 εἰ μὴ σύ γε δύσεαι ἀλκήν, 15, 250 ἔπαυσε δὲ ϑούριδος ἀλκῆς, 17, 181 ἦ τινὰ καὶ Δαναῶν ἀλκῆς, μάλα περ μεμαῶτα, σχήσω ἀμυνέμεναι περὶ Πατρόκλοιο ϑανόντος, 21, 578 καὶ περὶ δουρὶ πεπαρμένη οὐκ ἀπολήγει ἀλκῆς, 15, 490 ῥεῖα δ' ἀρίγνωτος Διὸς ἀνδράσι γίγνεται ἀλκή, 8, 140 ἦ οὐ γιγνώσκεις ὅ τοι ἐκ Διὸς οὐχ ἕπετ' ἀλκή, 13, 48 ἀλκῆς μνησαμένω, μηδὲ κρυεροῖο φόβοιο, 21, 528 κλονέοντο πεφυζότες, οὐδέ τις ἀλκὴ γίγνετο, Od. 22, 305 οὐδέ τις ἀλκὴ γίγνεται οὐδὲ φυγή, 12, 120 οὐδέ τις ἔστ' ἀλκή· φυγέειν κάρτιστον ἀπ' αὐτῆς, Iliad. 17, 42 ἀλλ' οὐ μὰν ἔτι δηρὸν ἀπείρητος πόνος ἔσται οὐδέ τ' ἀδήριτος, ἤτ' ἀλκῆς ἤτε φόβοιο, 5, 532 φευγόντων δ' οὔτ' ἂρ κλέος ὄρνυται οὔτε τις ἀλκή; – κακοῦ, gegen das Uebel, Hes. O-199; Theogn. 876; ἀμαχανιᾶν Pind. N. 7, 96; öfter bei Tragg., πόλεως ὑπερέχ ειν ἀλκάν Aesch. Spt. 197, die Stadt schirmen; βελέων ἀλκή, der Pfeile Schutz, Soph. Phil. 1136; ἀλκὴ κἀνακούφισις κακῶν O-R. 218 vgl. 42. 189; ὥς σοι γειτόνων ἀλκὴν τιϑῇ, dich gegen die Nachbarn schütze, O. C. 1521; aber 460 ἀλκὴν ποιεῖσϑαί τινος Jemand vertheidigen; ἀλκήν τιν' εὑρεῖν κακῶν Eur. Andr. 28. – d) Schlacht, Kampf, Tragg., Aesch. Spt. 480. 551. 859; ἀλκὴν συνῆψαν EUR. SUPPL. 705; εἰς ἀλκὴν ἔστρεφον, ἐλϑεῖν, ibd. 700 Phoen. 435; πρὸς ἀλκὴν τρέπεσϑαι, steh zur Wehr setzen, Her. 3, 78. 9, 102; Plut. Arist. 18 Arat. 32 u. öfter; εἰς ἀλκὴν τρέπεσϑαι Thuc. 2, 84; Arr. 3, 24, 2. – In Prosa brauchen es bes. die Sp.; sehr häufig Plut., auch geradezu für Truppenmacht, Heer, ἡ κατὰ ϑάλασσανἀλκή = ἡ ἀπὸ τῶν νεῶνἀλκή Them. 7 u. 4, ἀλκὴ καὶ δύναμις Alex. 5 Flamin. 7. – Plur. Pind N. 7, 12 Eur. Rhes. 930 u. Sp.
-
18 ἀλκή
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀλκή
-
19 κλαγγή
κλαγγή, ἡ (κλάζω), Klang, Ton; bei Hom. meist das verworrene Durcheinanderschreien vieler Menschen, Lärm, Getöse, Il. 2, 99, Τρῶες μὲν κλαγγῇ τ' ἐνοπῇ τ' ἴσαν, ὄρνιϑες ὥς 3, 2, vgl. Od. 11, 604, wobei bes. an Kraniche zu denken; von Schweinen, 14, 412; auch von dem Erklingen der Sehne des Bogens, wenn der Pfeil abgeschossen ist, Il. 1, 48; μεσημβριναῖς κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷ Aesch. Spt. 363; vgl. δύςφατος κλ. Ag. 1123, wo es von dem Unglück weissagenden Rufe der Kassandra steht; vom Gesange des Chors, Soph. Trach. 207; μάτηρ δ' ὥς τις πτανοῖς κλαγγὰν ὄρνισιν, ὅπως ἐξάρξω 'γώ Eur. Troad. 147; οἱ βάρβαροι μεγίστῃ κλαγγῇ βοήσαντες Hdn. 4, 15, 2; von Blasinstrumenten, Telest. Ath. XIV, 637 a; von Hunden, ὑλαγμὸν ποιήσει τῶν κυνῶν καὶ κλαγγήν Xen. Cyn. 6, 17, wie 4, 5; D. Sic. 17, 92; nach Poll. 5, 89 von Adlern u. Kranichen. Von den Harpyien, Ap. Rh. 2, 268; von Gänsen, Plut. de fort. Rom. 12; ἀηδόνειος Nicomach. B. A. 349. – Aus Ibyc. wird Cram. Anecd. 1 p. 65 der dat. κλαγγί angeführt, dem homerischen ἀλκί zu ἀλκή entsprechend.
-
20 μετα-πλασμός
μετα-πλασμός, ὁ, dasselbe, K. S. – Bes. nennen die Gramm. so den Fall von unregelmäßiger Deklination, wenn eine Casusform einen ungebräuchlichen Nominativ voraussetzt, wie ἀλκί nicht von ἀλκή, sondern dem ungebräuchlichen ἈΛΞ abgeleitet wird; auch in der Conjugation eine Form, die nicht von dem gebräuchlichen Stamme abgeleitet werden kann.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αλκί — ἀλκί (Α) ποιητικός τύπος δοτικής τού αλκή κατά μεταπλασμό «ἀλκὶ πεποιθώς», Ομ. Ε 299 έχοντας πεποίθηση στη δύναμή του. [ΕΤΥΜΟΛ. Τυπος ποιητικής δοτικής που συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα ἀλκ (βλ. και ἄλαλκε). ΠΑΡ. ἀλκή] … Dictionary of Greek
ἀλκί — might fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλκι- — (Α ἀλκι ) α΄ συνθετικό λέξεων τής αρχαίας και τής νέας Ελληνικής με περιορισμένη χρήση, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσιαστικό ἀλκή, «ισχύς, δύναμη, ανδρεία».Παραδείγματα συνθέτων με α΄ συνθ. ἀλκι είναι τα εξής: αρχ. ἀλκίβιος, ἀλκίφρων μσν … Dictionary of Greek
Ἀλκί — Ἀλκίς fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλαλκε — ἄλαλκε (Α) (γ΄ ενικό πρόσ. αορ. β΄) απομακρύνω απωθώ βλ. και ἀλέξω. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός και ποιητικός γενικότερα ρηματικός τ. (γ΄ ενικού πρόσ. και αορ. β΄) που σχηματίζεται από τη μονοσύλλαβη ρ. ἀλκ με αναδιπλασιασμό. Μεταπτωτική βαθμίδα τής ίδιας… … Dictionary of Greek
αλξ — ἄλξ, η (Α) υποθετική ονομαστική που εικάζεται από τον ομηρικό τύπο δοτικής ἀλκὶ* (πρβλ. ἀλκὶ πεποιθώς) … Dictionary of Greek
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek
μεταπλασμός — ο (ΑΜ μεταπλασμός) [μεταπλάθω] 1. η μετάπλαση 2. γραμμ. ο σχηματισμός ονομάτων ή χρόνων τών ρημάτων από ανύπαρκτη ονομαστική ή από ανύπαρκτο ενεστώτα, π.χ. ἀλκὶ πεποιθώς (δοτ. ἀλκὶ από ανύπαρκτη ονομαστική ἄλξ*) με σιγουριά για την αλκή του, τη… … Dictionary of Greek
αλκάζω — ἀλκάζω (Α) 1. κατά τους λεξικογράφους, πολεμώ με γενναιότητα 2. (μέσ. ἀλκάζομαι) αμύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό παράγωγο τής ρίζας ἀλκ , με την οποία συνδέονται επίσης και οι λ. ἄλαλκε*, ἀλκί, ἀλκαθεῖν. ΠΑΡ. αρχ. ἄλκασμα] … Dictionary of Greek
αλκή — η (Α ἀλκή) η σωματική ισχύς που μετουσιώνεται σε δράση 2. ψυχική δύναμη, ανδρεία, θάρρος, ευψυχία (σε διάκριση από τη ρώμη που σημαίνει απλώς τη σωματική δύναμη νεοελλ. ακμή τών σωματικών δυνάμεων, ρώμη, ευρωστία, σφρίγος αρχ. 1. η δύναμη γενικά… … Dictionary of Greek
αλκίβιος — ἀλκίβιος, η (Α) είδος τού φυτού άγχουσα, αντίδοτο για το δάγκωμα τού φιδιού, πρβλ. ἀλκιβιάδειον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλκί * (< ἀλκὴ) + βίος] … Dictionary of Greek