Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κτείνειν

См. также в других словарях:

  • κτείνειν — κτείνω kill pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Apollo — This article is about the Greek and Roman god. For other uses, see Apollo (disambiguation) and Phoebus (disambiguation). Not to be confused with Phobos (mythology). Apollo …   Wikipedia

  • Fattail scorpion — Taxobox name = Fat tailed scorpion image width = 300px image caption = Arabian fat tailed scorpion, Androctonus crassicauda regnum = Animalia phylum = Arthropoda subphylum = Chelicerata classis = Arachnida ordo = Scorpiones familia = Buthidae… …   Wikipedia

  • EXPLORATORES Castrorum — quorum meminit Plin. l. 36. c. 19. (Vide locum infra, ubi de Focari lapide seu pyrite, quo illi ad ignem edendum utebantur) iidem erant cum Frumentariis, quos ad explorandum, et annuntiandum, si qui motus exsisterent, constitutos tradit Aur.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έμψυχος — η, ο (AM ἔμψυχος, ον) αυτός που έχει ψυχή, ζωή, κίνηση, ο ζωντανός («μὴ κτείνειν τὸ ἔμψυχον», Αριστοτ.) αρχ. 1. (για λόγο) ζωηρός, ζωντανός, δυνατός 2. κρύος, ψυχρός 3. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἔμψυχα τα ζώα. επίρρ... εμψύχως ψυχωμένα, ζωηρά, δυνατά …   Dictionary of Greek

  • εμποδών — (Α ἐμποδών) (επίρρ. κατ αναλογ. προς το ἐκποδών*) 1. μέσα στα πόδια, μπρος στα πόδια («κτείνειν πάντα τὸν ἐμποδὼν γινόμενον», Ηρόδ.) 2. ως εμπόδιο, με τρόπο που να δημιουργεί ή να παρουσιάζει εμπόδια («οὐδεὶς ἐμποδών κεῑται νόμος», Ευριπ.) 3. με… …   Dictionary of Greek

  • κτείνω — (AM κτείνω, Α αιολ. τ. κτέννω) (για ανθρώπους και σπαν. για ζώα) φονεύω, σκοτώνω («ὅς τε κύνα κτείνας ἢ βουκόλον ἀμφὶ βόεσσι φεύγει», Ομ. Ιλ.) μσν. αρχ. θέτω τέρμα σε κάτι («θέρος κτείνει [νοῡσον]», Αρετ.) αρχ. 1. καταδικάζω κάποιον σε θάνατο και …   Dictionary of Greek

  • παραγγέλλω — ΝΜΑ, παραγγέλνω Ν 1. δηλώνω σε κάποιον προφορικά, γραπτά ή μέσω τρίτου προσώπου την επιθυμία μου, διαβιβάζω παραγγελία («ο κυρ Βοριάς παράγγειλεν ούλω τών καραβιώνε», δημοτ. τραγ. β. «μνήμην παραγγέλλοντες, ὧν ἐκύρσατε» Ευρ.) 2. (ιδίως για… …   Dictionary of Greek

  • προσαπόλλυμι — και προσαπολλύω Α 1. αφανίζω, καταστρέφω, εξολοθρεύω κάποιον επί πλέον («ἔδοξέ σφι κτείνειν τοὺς παῑδας... προσαπολλύουσι δὲ σφεων καὶ τὰς μητέρας», Ηρόδ.) 2. χάνω κάτι ακόμη 3. (μέσ. και παθ.) προσαπόλλυμαι και προσαπολλύομαι χάνομαι, αφανίζομαι …   Dictionary of Greek

  • φυγαδεύω — ΝΜΑ, και φυγαδείω Α [φυγάς, άδος] νεοελλ. βοηθώ κάποιον να διαφύγει, να δραπετεύσει μσν. αρχ. 1. εκδιώκω, εξορίζω («οὔτε... κτείνειν ἢ φυγαδεύειν οὐδ ὀστρακίζειν... τὸν τοιοῡτον πρέπον», Αριστοτ.) 2. τρέπω σε φυγή («φυγαδεύοντας τοὺς δανειστάς»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»