Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λάθρη

См. также в других словарях:

  • λάθρη — (Α) επίρρ. (δωρ. τ.) βλ. λάθρα (Ι) …   Dictionary of Greek

  • λάθρη — λάθρῃ secretly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάθρῃ — secretly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάθρηι — λάθρῃ , λάθρῃ secretly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάθρᾳ — λάθρῃ secretly attic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάθρα — (I) (Α λάθρα και λάθρα και δωρ. τ. λάθρη) επίρρ. κρυφά, μυστικά, χωρίς να γίνει κάποιος αντιληπτός (α. «ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῡσαι αὐτήν», ΚΔ β. «ὁ δὲ οἱ παρελέξατο λάθρη», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. ύπουλα, προδοτικά 2. ανεπαίσθητα, ελαφρά 3. φρ. «λάθρῃ… …   Dictionary of Greek

  • κλωπηδίς — (Α) επίρρ. με κλοπιμαίο τρόπο, κλοπιμαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλώψ, ωπός + κατάλ. η δίς (το η από αναλογία προς τα αιφνη δίς, λαθρη δίς). Η επιρρμ. κατάλ. δίς είναι δηλωτική τού τρόπου] …   Dictionary of Greek

  • λαθρηδά — (Α) επίρρ. λάθρα, κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάθρη + επιρρμ. κατάλ. δά (πρβλ. ειλη δά, καναχη δά)] …   Dictionary of Greek

  • λαθρηδίς — (Α) επίρρ. λάθρα, κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάθρη + επιρρμ. κατάλ. δίς (πρβλ. αιφνη δίς, στοιχη δίς)] …   Dictionary of Greek

  • λαθρηδόν — (Α) επίρρ. λάθρα, κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάθρη + επιρρμ. κατάλ. δόν (πρβλ. αγελη δόν, κεφαλη δόν)] …   Dictionary of Greek

  • περιχυδά — Α επίρρ. με ραντισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιχύω + επιρρμ. κατάλ. δά (πρβλ. λαθρη δά)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»