Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κρήν-η

См. также в других словарях:

  • μικρήν — μῑκρήν , μικρός small fem acc sg (epic ionic) μῑκρήν , σμικρός small fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμικρήν — σμῑκρήν , μικρός small fem acc sg (epic ionic) σμῑκρήν , σμικρός small fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ARETHUSA — I. ARETHUSA Nerei et Coridis filia, Elidis nymphae, et Dianae comes, quam cum Alpheus fugientem persequeretur, a Diana in fontem sui nominis commutata est, cuius aquas cum suis miscere vellet Alpheus, illa a terra absorpta, in Ortygiam insul.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TYPHON — Gigas, de quo sic seribit Homer. Hymm. in Apoll. v. 300. s. Iunonem aegre ferentem, quod Iuppiter sine se ex capite Minervam peperisset, Caelum ac Terram precatam fuisle, omnesque Deos superos et inferos, ut posset et ipsa sine maris congressu… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ληίτις — ληΐτις, ίτιδος, ἡ (Α) 1. (επίθ. τής Αθηνάς) αυτή που λαφυραγωγεί, που συνεργεί στη λεία, στη λαφυραγώγηση 2. αιχμάλωτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληΐη, ιων. τ. τού λεία, + επίθημα ίτις (πρβλ. κρην ίτις, στεφαν ίτις)] …   Dictionary of Greek

  • ληιάς — ληϊάς, άδος, ἡ (Α) (ποιητ. θηλ. τού ληΐδιος] γυναίκα που έχει συλληφθεί αιχμάλωτη («ληϊάδας τε γυναῑκας», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ληΐη, ιων. τ. τού λεία, + επίθημα ιάς (κρην ιάς, ορεστ ιάς). Με την ίδια σημ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • λυδίτις — η η λυδία λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λυδός + κατάλ. ῖτις (πρβλ. κρην ίτις, λιμν ίτις)] …   Dictionary of Greek

  • λωφήιος — λωφήϊος, ΐα, ον (Α) αυτός που ανακουφίζει, που καταπραΰνει («λωφήϊα ἱερά» εξιλαστήριες θυσίες που καταπράυναν την οργή τών θεών, Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λωφ τού λωφῶ «αναπαύομαι» + κατάλ. ήϊος (πρβλ. κρην ήιος, ποιμν ήιος)] …   Dictionary of Greek

  • μεροπήιος — μεροπήϊος, ον, θηλ. και μεροπηΐς, ΐδος (Α, Μ μερόπειος, α και η, ον) ανθρώπινος, θνητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέροψ, οπος «αυτός που έχει έναρθρη φωνή» + κατάλ. ήϊος (πρβλ. κρην ήιος, υμεν ήιος)] …   Dictionary of Greek

  • νησίδα — η (ΑΜ νησίς) μικρό νησί, νησάκι νεοελλ. 1. υπερυψωμένη λωρίδα στη μέση και κατά μήκος δρόμων διπλής κατεύθυνσης, η οποία είναι συνήθως πλακόστρωτη ή δεντροφυτευμένη και στην οποία οι πεζοί μπορούν να περιμένουν, χωρίς να κινδυνεύουν, για να… …   Dictionary of Greek

  • νησιάς — νησιάς, ἡ (Α) νησίδα, μικρό νησί, νησάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + επίθημα ιάς (πρβλ. κρην ιάς, ποντι ιάς)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»