Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μηλίς

См. также в других словарях:

  • μηλίς — μηλίς, ίδος, ἡ (ΑΜ, Α δωρ. τ. μαλίς) κίτρινο χρώμα, ώχρα αρχ. 1. το δέντρο μηλιά 2. φρ. «κυδώνιαι μηλίδες» οι κυδωνιές 3. ονομασία μιας ασθένειας τού όνου, πιθ. η βλέννα («οἱ δὲ ὄνοι νοσοῡσι μάλιστα νόσον μίαν, ἣν καλοῡσι μηλίδα», Αριστ.).… …   Dictionary of Greek

  • Μηλίς — fem nom sg Μηλιεύς inhabitant of Malis fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μηλίς — (I) Μηλίς, ἡ (Α) βλ. μηλιακός και Μηλιεύς. (II) Μηλίς, ίδος (Α) νύμφη προστάτιδα τών ποιμνίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «ποίμνιο» + κατάλ. ίς (πρβλ. Δαυλ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • Μηλίδα — Μηλίς fem acc sg Μηλιεύς inhabitant of Malis fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλίδα — μηλίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μηλίδας — Μηλίς fem acc pl Μηλιεύς inhabitant of Malis fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλίδας — μηλίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μηλίδες — Μηλίς fem nom/voc pl Μηλιεύς inhabitant of Malis fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλίδες — μηλίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μηλίδος — Μηλίς fem gen sg Μηλιεύς inhabitant of Malis fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»