Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Χοῶν

См. также в других словарях:

  • χοῶν — χοή pouring out fem gen pl χοῦς 1 *Mens. masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χόων — χάω pres part act masc voc sg (epic) χάω pres part act neut nom/voc/acc sg (epic) χάω pres part act masc nom sg (epic) χάω imperf ind act 3rd pl (epic) χάω imperf ind act 1st sg (epic) χόω throw pres part act masc voc sg (epic) χόω throw pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθόδωρος — μισθόδωρος, ον (Α) (ποιητ.) (για το έθιμο που επικρατούσε στην αρχαία Αθήνα να στέλνουν μισθούς και δώρα στους σοφιστές κατά την εορτή τών Χοών) αυτός που παρέχει μισθούς και δώρα («Χοῶν τῶν μισθοδώρων», Ευβουλίδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + δωρος… …   Dictionary of Greek

  • χοϊκός — ή, όν, ΜΑ [χοῡς (II)] φτειαγμένος από χώμα, από πηλό («ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἐκ γῆς χοϊκός», ΚΔ) αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται σε ηλικία κατάλληλη για να πάρει μέρος στην εορτή τών Χοών 2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ χοϊκαί πιθ. η εορτή τών Χοών που… …   Dictionary of Greek

  • δίχους — δίχους, ουν και δίχοος, ον (Α) 1. αυτός που χωράει δύο χόες 2. το ουδ. ως ουσ. το δίχουν μέτρο δύο χοών …   Dictionary of Greek

  • πρόχους — Αγγείο που το χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για να πλένουν τα χέρια των φιλοξενουμένων. Αναφέρεται αρχικά από τον Όμηρο, σε θηλυκό γένος και το έφερνε η υπηρέτρια επάνω σε ασημένιο λέβητα για να πλύνει τα χέρια των φιλοξενουμένων. Οι π. ήταν πότε… …   Dictionary of Greek

  • τετράχους — ουν και οος, οον, ΜΑ αυτός που περιλαμβάνει τέσσερεις χόες μσν. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ὁ τετράχους ή τὸ τετράχουν ποσότητα τεσσάρων χοών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + χοῦς / χοος (< χόος / χοῦς «μέτρο υγρών»), πρβλ. πεντά χους] …   Dictionary of Greek

  • χοήρης — ῆρες, Α αυτός που ήταν σε χρήση κατά την εορτή τών χοών η οποία γινόταν στην Αθήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόος / χοῦς (Ι) + κατάλ. ήρης* (Ι), πρβλ. φρεν ήρης] …   Dictionary of Greek

  • χοοπότης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που πίνει ολόκληρους χόες («Διονύσῳ χοοπότῃ θυσιάσαντα καὶ τὴν χοῶν ἑορτὴν αὐτόθι καταδεῑξαι», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χόος / χοῦς (Ι) «μονάδα μέτρησης υγρών» + πότης*] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»