-
1 κινηθμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κινηθμός
-
2 κίνηθρον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κίνηθρον
-
3 κίνημα
A movement,οὔθ' ἡ γραμμὴ ἐκ στιγμῶν οὔθ' ἡ κίνησις ἐκ κινημάτων Arist.Ph. 241a4
, cf. 232a9, Mu. 400a8, etc.; of the movements of pantomimic actors, Luc.Salt.62.3 κινήματα τῆς σαρκός impressions of sense, Epicur.Fr. 411;κ. λεῖον Stoic.2.25
;κ. μελῳδητικὸν περὶ τὴν ψυχήν Thphr.Fr.89.1
: abs., kinh/mata impressions, emotions, Epicur. Fr. 131: sg., Epict.Fr.14, S.E.M.11.83, etc.4 Medic., subluxation of a bone, partial dislocation, Hp.Fract.47 (pl.).b τὰ τῶν καιρῶν κ., of periods in disease, Gal.19.184.5 Gramm., inflexion, Hdn. Gr.2.265, al.6 pl., moving things, Max.Tyr.41.2. -
4 κινητέος
II κινητέον, one must call into play,τὴν ζωγραφίαν Pl.R. 373a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κινητέος
-
5 κινητήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κινητήρ
-
6 κινητήριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κινητήριος
-
7 κινητής
2 seditious person, agitator, Plb.28.17.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κινητής
-
8 κινητικός
A of or for putting in motion, ; νεῦρα motor nerves, Gal.8.208;κ. βηχέων Hp.Aph.5.24
;ἱδρώτων Dsc.5.112
;οὔρων Xenocr.
ap. Orib.2.58.50; ἐξ ἑαυτοῦ μόνον κ. spontaneous, Epicur.Nat.28.7: [comp] Sup. - ώτατος Arist.Mete. 365b30. Adv. -κῶς Procl. in Alc.p.52
C.2 metaph., urging on, exciting,λόγος κ. πρὸς ἀρετήν Aristo Stoic.1.88
;τὸ -ώτατον τῶν ὄχλων Phld.Rh.1.198
S., D.H.Isoc.13: abs., stimulating, X.Oec.10.12;τὸ μέλος κ. φύσει Phld.Mus.p.71
K.; τὸ μήτε ὁρμῆς μήτε ἀφορμῆς -κὸν [ ἀδιάφορον] Stoic.3.28, cf. 40, al.3 turbulent, seditious, Plb.1.9.3, D.S.19.14, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κινητικός
-
9 κινητός
2 in Law, κ. οὐσία movable property, Cod.Just.1.11.10.1, cf. 1.2.15 Intr.;κ. καὶ ἀκίνητα PLond.3.1015.17
(vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κινητός
-
10 κίνητρον
κῑν-ητρον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κίνητρον
-
11 κίς
-
12 κανάβευμα
A v. κιν-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κανάβευμα
-
13 σαγγαικόν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σαγγαικόν
-
14 Σαμοθρᾴκιον
Σαμοθρᾴκιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Σαμοθρᾴκιον
-
15 ἀραδήσει
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀραδήσει
-
16 κινυρός
Grammatical information: adj.Meaning: Meaning uncertain; adjunct of βοῦς (Ρ 5), of γόος (A. R. 4, 605), of πέτηλα (Nonn. D. 38, 95);Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Meaning early unclear, cf. H.: κινυρή (to Ρ 5). ἁπαλή, νέα, λεχώ, οἰκτρά, θρηνητική and κινυρόν (to A. R. 4, 605). λεπτόν, καπυρόν, ὀξύ, οἰκτρόν. - From here κιν[ν]υρίδες τὰ μικρὰ ὀρνιθάρια H., apparently = `wailing, lamenting'; κινυρίζω `wail, lament' (Ι 612 after Zenodotus), κινύρομαι `gnash, lament' (A. Th. 123 [lyr.], Dikt. 804, Ar. Eq. 11, A. R., Call.). PN Κινύρης (Λ 20), - ρας (Tyrt.). The parallelism of κινυρός, κινυρίζω, κινύρομαι and μινυρός, μινυρίζω, μινύρομαι is clear; prob. there were contaminations. Other mixed forms are κιναθίζειν with - ισμός, - ισμα (s. v.) and κιναρύζεσθαι θρηνεῖν μετὰ τοῦ γογγύζειν H. (after κελαρύζειν?, Leumann Hom. Wörter 241 n. 37). - Following the age of the attested forms Leumann l. c. considers only κινυρός and μινυρίζω as old; the other forms would have originated through contaminations also with μύρομαι. In κινυρός an archaic term of cattle-breeding would have been retained. - A convincing explanation of κινυρός etc. has not yet been found.Page in Frisk: 1,856Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κινυρός
-
17 -κις
- κιςGrammatical information: suff.Meaning: multiplicative suffix in πολλά-κι(ς) `often' (Il.), τετρά-κι(ς) `four times' (ε 306), πεντά-κι(ς) `five times' (Pi.).Etymology: With πολλά-κι(ς) agrees in meaning Skt. (Ved.) purū́-cid `often'; also the forms can be united assuming that, the plural πολλά `often' replaces an older *πολύ̄ (s. πολύς), as the *kʷ which must be posited for Skt. c̯ in Greek after υ was represented by κ. A confirmation gives Tarent. ἀμά-τις `once' = Cret. ἀμά-κις H. From πολλάκι(ς) the κ-forms spread to the numeral adverbs τετράκι(ς) etc.; cf. further οὑ-κί. The ending of - κις: Skt. cid reminds of ἕως `unto': Skt. yā́vat (s. on 2. ἕως); note further the forms like αὖθι(ς), αὖθιν, further δίς, τρίς. - Etym. - κι, - τι = Skt. cid is identical with the indefinite τι `something', s. τίς. - Schwyzer 299 after Wackernagel KZ 25, 286f. = Kl. Schr. 1, 230f.Page in Frisk: 1,858Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > -κις
-
18 κῖς
κῖς, gen. κιόςGrammatical information: m.Meaning: `weevil' (Pi. Fr. 222, Thphr., gramm.); on the accent Schwyzer 378 and Berger Münch. Stud. z. Sprachwiss. 3, 8; on the quantity of the ι in κιός etc. Schwyzer 571. -Compounds: ἀκιώτατοι `least damaged by weevils' (Hes.)Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Unexplained. Useless IE. interpretations in Bq; also H. Petersson Griech. u. lat. Wortstud. 9f. To Skt. kīṭá- m. `worm, insect', rather MInd., s. Mayrhofer KEWA s. v. Prob. Pre-Greek.Page in Frisk: 1,858Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κῖς
-
19 ὀκτώ
Grammatical information: numeralMeaning: `eight' (Hom.).Compounds: As 1. element beside ὀκτω- in ὀκτω-καίδεκα, ὀκτω-δάκτυλος `with a breadth of eight fingers' (Hp., Ar.) a.o. usu. ὀκτα- (after ἑπτα-, ἑξα- etc.) in ὀκτα-κόσιοι and in many bahuvrihi's, e.g. ὀκτά-μηνος `eight months old, eight monthly' (Hp., X., Arist.).Derivatives: Besides ὀγδοή-κοντα, which like ἑβδομή-κοντα may have started from the basic word, s. v. and ὄγδοος w. lit. Through cross with ὀκτώ also ὀγδώ-κοντα (Β 568 = 652 a.o., s. Sommer Zum Zahlwort 25 n. 2). After ὀγδοήκοντα the late ὀγδοάς f. `a number of eight' (Plu.) for ὀκτάς f. (Arist.). -- Further derivv.: ὀκτά-κι(ς), - κιν `eight times' (Hdt.), ὀκτα-σσός `eightfold' (pap. III p; after δισσός etc.), - χῶς `in eight ways' (EM, Arist.-Comm.).Origin: IE [Indo-European] [775] *h₃eḱtōu `eight'Etymology: Gr. ὀκτώ, Lat. octō, Skt. aṣṭā́(u), Germ., e.g. Goth. ahtau, Lith. aštuo-nì and other cognate forms go back on IE *oḱtṓ(u) (*h₃eḱt-?). Arm. ut` is like El. ὀπτω, reshaped after the word for `seven'. -- The IE word for `eight' was clearly an old dual, but further analysis is quite uncertain. Hypotheses e.g. by W.-Hofmann s. octō, with further lit.; see also Meisinger Gymnasium 57, 74 f. By Ebbinghaus PBBeitr. 72, 319 connected with the word for `four' (to be rejected).Page in Frisk: 2,374-375Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀκτώ
См. также в других словарях:
κιν — Πανάρχαιο έγχορδο όργανο της Κίνας. Το κ. αρχικά παιζόταν τοποθετημένο πάνω σε ένα ορθογώνιο τραπέζι, αργότερα όμως, για να είναι πιο εύχρηστο, τροποποιήθηκε ριζικά και έγινε φορητό, κατορθώνοντας έτσι να επιβιώσει για αρκετούς αιώνες ακόμη. Οι… … Dictionary of Greek
Κιν, Έντμουντ — (Edmound Kean, Λονδίνο 1789 – Ρίτσμοντ 1833). Άγγλος ηθοποιός του θεάτρου. Σε ηλικία επτά ετών έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο θέατρο ως παιδί θαύμα. Η σταδιοδρομία του άρχισε περίπου το 1805, με την ερμηνεία έργων του Σαίξπηρ. Ο Κ. είχε βίαιο… … Dictionary of Greek
Κιν, Τσαρλς Τζον — (Charles John Kean, Γουότερφοντ 1811 – Λονδίνο 1868). Άγγλος ηθοποιός του θεάτρου. Ήταν γιος του Έντμουντ Κιν (βλ. λ.). Φοίτησε στο Ίτον και αργότερα, παρά την αντίδραση του πατέρα του, που δεν ήθελε να γίνει ο γιος του ηθοποιός, ο Κ. έκανε την… … Dictionary of Greek
Κιν Γκολντγουέι, Λίντα — (Linda Keen Goldway, Νέα Υόρκη 1940 –). Αμερικανίδα μαθηματικός. Σπούδασε μαθηματικά στο City College της Νέας Υόρκης και στη συνέχεια πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, ενώ απέκτησε διδακτορικό τίτλο από το… … Dictionary of Greek
Πα Κιν — (Tσενγκτού, Στσουτσουάν 1905). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Λι Φέικαν. Kινέζος συγγραφέας και δοκιμιογράφος. Σπούδασε βιολογία στη Γαλλία, αλλά επιδόθηκε σε λογοτεχνικές μελέτες όταν επέστρεψε στην Κίνα. Ένα από τα πρώτα έργα του (Θνήσκων ήλιος)… … Dictionary of Greek
Κατέλ, Τζέιμς Mακ Κιν — (James McΚeen Cattell, Ίστον, Πενσιλβάνια 1860 – Λάνκαστερ, Πενσιλβάνια 1944). Αμερικανός ψυχολόγος. Σπούδασε τρία χρόνια στη Λειψία, κοντά στον Βουντ, του οποίου υπήρξε βοηθός. Επιστρέφοντας στην Αμερική δίδαξε στο πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια… … Dictionary of Greek
Νταϊρέν ή Νταλιάν — (Dalian). Πόλη (1.715.700 κάτ. το 2003) της Κίνας, στην επαρχία Λιαονίνγκ. Aρχικά μικρό ψαράδικο χωριό, αναπτύχθηκε υπό την κυριαρχία των Pώσων (1898 1903), που την έκαναν τελευταίο σταθμό του νοτιομαντζουριανού σιδηροδρόμου και λιμάνι του… … Dictionary of Greek
-κις — (AM κις, Α λακων. τ. κιν) κατάληξη επιρρημάτων που δηλώνουν συχνότητα. Αρχικά απαντά στον τ. πολλά κις* (που αντιστοιχεί μορφολογικά και σημασιολογικά ακριβώς προς τον αρχ. ινδ. purũ ciό, από τον οποίο επεκτάθηκε και σε άλλα επιρρ. (συχνάκις,… … Dictionary of Greek
Γκάσμαν, Βιτόριο — (Vittorio Gassman,Γένοβα 1922 – Ρώμη 2000). Ιταλός ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Από τις πιο χαρακτηριστικές και δημοφιλείς φιγούρες του μεταπολεμικού ιταλικού κινηματογράφου, έπαιξε ρόλους καθημερινών ανθρώπων σε κωμωδίες και… … Dictionary of Greek
Μοζούκιν, Ιβάν — (Πέντζα 1889 – Νεϊγί σιρ Σεν 1939). Ρώσος ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου και του θεάτρου. Διακρίθηκε πρώτα στο θέατρο, όπου έπαιξε κυρίως ρομαντικούς ρόλους όπως τον Κιν του Αλεξάνδρου Δουμά και τον Αετιδέα του Εντμόντ Ροστάν και… … Dictionary of Greek
Махлас, Никос — Никос Махлас Общая информация … Википедия