-
1 κινητέον
κῑνητέον, κινητέοςto be moved: masc acc sgκῑνητέον, κινητέοςto be moved: neut nom /voc /acc sg -
2 κινητέος
II κινητέον, one must call into play,τὴν ζωγραφίαν Pl.R. 373a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κινητέος
-
3 προανακινητέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προανακινητέον
-
4 ὑπαποκινητέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπαποκινητέον
См. также в других словарях:
κινητέον — κῑνητέον , κινητέος to be moved masc acc sg κῑνητέον , κινητέος to be moved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)