-
1 πεντάλιθα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντάλιθα
-
2 πενταλιθίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πενταλιθίζω
-
3 πενταμηνιαῖος
πεντα-μηνιαῖος, α, ον, = sq., Epigr.Gr. 344.17 ([place name] Bithynia), Hippiatr.20:—also [suff] πεντα-μήνιος, BGU859.8 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πενταμηνιαῖος
-
4 πενταμναῖος
πεντα-μναῖος, ον, = sq.,Aσάρξ IG12(2).498.16
(Methymna, iii B.C.):—also [suff] πεντά-μναος, SIG945.9 (Assos, iv B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πενταμναῖος
-
5 πεντάμυρον
πεντά-μῠρον, τό, a kind ofA ointment, Orib.Fr.70, Alex.Trall.7.8 :—written [suff] πεντά-μοιρον, perh. rightly, Aët. 12.61 (v.l. -μυρον).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντάμυρον
-
6 πενταπήχης
A five cubits long or broad, Hdt.9.83, Thphr. HP9.4.2, PPetr.3p.113 (iii B. C., gen. - ους), LXX 1 Ch. 11.23, OGI332.7 (Elaea, ii B.C.) ; cf. πεντέπηχυς.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πενταπήχης
-
7 πενταπλόος
A five-fold, PRev.Laws 11.6, al. (iii B. C.), LXX 3 Ki.6.31 ; ἡ πενταπλόα (sc. κύλιξ ) a cup of five ingredients, Philoch.43, Aristodem. ap. Ath.11.495f.2 = πεντάπλοκος, Hp. Fist.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πενταπλόος
-
8 πεντάρραβδος
II [στρατηγὸς] π., = Lat. praetor quinquefascalis, IGRom.1.971 ([place name] Gortyn).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντάρραβδος
-
9 πεντάχοος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντάχοος
-
10 πεντάβραχυς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντάβραχυς
-
11 πεντάγαμβρος
πεντά-γαμβρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντάγαμβρος
-
12 πεντάγραμμον
πεντά-γραμμον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντάγραμμον
-
13 πενταγωνικός
A pentagonal,σχῆμα Nicom.Ar.2.10
;ἀριθμός Iamb. in Nic.p.60
P. Adv. - κῶς Theo Sm.p.39 H., Iamb. in Nic.p.60 P.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πενταγωνικός
-
14 πενταγωνισμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πενταγωνισμός
-
15 πεντάγωνος
πεντά-γωνος, ον,A pentagonal, Arist.Fr. 310 ; ἀριθμός, βάσις, Nicom. Ar.2.10,13 : πεντάγωνον, τό, pentagon, Plu.2.1003d, Gal.5.67.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντάγωνος
-
16 πενταδακτυλιαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πενταδακτυλιαῖος
-
17 πενταδάκτυλος
πεντα-δάκτῠλος, ον,II as Subst., = πεντέφυλλον, Dsc.4.42.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πενταδάκτυλος
-
18 πεντάδλαδος
πεντά-δλᾰδος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντάδλαδος
-
19 πεντάδραχμος
πεντά-δραχμος, ον,A of the weight or price of five drachmae, Hdt.6.89 ; π. συναλλάγματα to the amount of five drachmae, Arist.Pol. 1300b33 : π., το, piece of five drachmae, Poll.9.60 ; cf. πεντέδραχμος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντάδραχμος
-
20 πεντάδωρος
πεντά-δωρος, ον, (Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντάδωρος
См. также в других словарях:
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek
πεντα- — α συνθετικό αντί πέντε: Πεντάγωνο, πεντάγραμμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
πεντάμορφος — η, ο / πεντάμορφος και πεντέμορφος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πέντε μορφές ή πέντε σχήματα νεοελλ. 1. πολύ όμορφος, πανέμορφος 2. το θηλ. ως ουσ. η Πεντάμορφη (λαογρ.) τύπος νέας κόρης με εκθαμβωτική ομορφιά, που είναι η αγαπημένη ηρωίδα πολλών… … Dictionary of Greek
πεντάσχημος — η, ο / πεντάσχημος, ον, ΝΑ νεοελλ. ο υπερβολικά άσχημος αρχ. αυτός που έχει πέντε διαφορετικά σχήματα ή μορφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + σχημος (< σχῆμα), πρβλ. δεκά σχημος. Ο τ. με την νεοελλ. σημ. «υπερβολικά άσχημος» < πεντ με επιτ. σημ.… … Dictionary of Greek
πεντεκαιπεντηκονταετής — και αττ. τ. πεντεκαιπεντηκονταέτης, ες, Α αυτός που έχει ηλικία πενήντα πέντε ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. πέντε καί πεντήκοντα + ετής / έτης (< ἔτος), πρβλ. πεντα ετής / πεντα έτης] … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek
τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… … Dictionary of Greek
ῥιπέντα — ῥῑπέντα , ῥίπτω throw aor part pass neut nom/voc/acc pl ῥῑπέντα , ῥίπτω throw aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Torah — Sefer Torah at old Glockengasse Synagogue (reconstruction), Cologne The Torah (English pronunciation: /ˈtɔːrə/; Hebrew … Wikipedia
List of Latin and Greek words commonly used in systematic names — Contents 1 List of words 1.1 A 1.2 B 1.3 C … Wikipedia