-
1 κεραμεῖον
κερᾰμ-εῖον, τό,II [dialect] Ion. [suff] κερᾰμ-ήϊον, = κεράμιον, Hom. Epigr.14.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεραμεῖον
-
2 κεραμήϊος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεραμήϊος
-
3 κεραμεία
κερᾰμ-εία, ἡ,A the potter's craft, Pl.Prt. 324e: prov., ἐν πίθῳ τὴν κ. μανθάνειν, of those who undertake the most difficult tasks without learning the elements of the art, Id.Grg. 514e, cf.La. 187b, Dicaearch. Hist.51; τῆς αὐτῆς κ., of the same make, Eratosth. ap. Ath.11.482b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεραμεία
-
4 κεραμεικός
II Κεραμεικός, ὁ, the Potters' Quarter at Athens, Menecl.3, cf. Sch.Ar.Av. 395, Eq. 769, Ra. 131.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεραμεικός
-
5 κεράμειος
κερᾰμ-ειος, v. sq.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεράμειος
-
6 κεραμεοῦς
A of clay or earth, earthen, , cf. IG22.463.51, Thphr.HP5.3.2, Phld.Mort.39, Dsc.1.71; τὸ χρῶμα κεραμεοῦς Alex.Mynd. ap. Ath.9.398d:—other spellings found in codd. are [full] κεράμειος, Plu.Galb.12; [full] κεράμεος, Pl.Ly. 219e, Ctes.Fr.51 M., Antiph.163.5, Theophil.2, cf. κεράμεα· ὁ παντοδαπὸς κέραμος, Hsch., and κεράμεον, τό, collect., = tile-work, BCH36.197 (Delos, iii/ii B.C.); [full] κεραμαῖοις, Plb.10.44.2, v.l. in Ph.2.273; [full] κεραμιαῖος, ibid. (v.l.), Gp.2.18.14; [full] κεράμιος, Str.17.2.3; [full] κεραμοῦς, Heraclid. Tar. ap.Gal.13.827.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεραμεοῦς
-
7 κεραμεύς
A potter,ὡς ὅτε τις τροχὸν.. κεραμεὺς πειρήσεται Il.18.601
, cf. Hom.Epigr.14.1, etc.; οἱ κ., a guild at Thyatira, IGRom.4.1205: prov.,καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει Hes.Op.25
, cf. Arist.Rh. 1381b16, EN 1155a35; κεραμέως πλοῦτος and κεραμεὺς ἅνθρωπος, prov., of anything frail and uncertain, Diogenian.5.97, 98.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεραμεύς
-
8 κεραμευτικός
A of or for a potter,ὁ κ. τροχός D.S.4.76
, cf.S.E.M.10.93;ἀκολασία Luc.Am.11
, etc.; ἡ -κὴ τέχνη the potter's art, pottery, D.S.19.1,2: without τέχνη, Poll. 7.161;τὰ κ.
earthenware,PTeb.
342.17 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεραμευτικός
-
9 κεραμεύω
2 c. acc., κ. κανθάρους make earthenware cups, Epig.4; τὰ τρύβλια κακῶς κ., τὴν δὲ πόλιν εὖ καὶ καλῶς he tinkers the state, of the demagogue Cephalos, whose father was a potter, Ar.Ec. 253; κ. τὸν κεραμέα make a pot of the potter, Pl.Euthd. 301d; τὸ Νέστορος ποτήριον πολλοὶ -εύουσι, i.e. discuss its manufacture, Ath.11.781d:—[voice] Med., ἐκεραμεύσαντο.. ποτήρια they had them made, Pherecr.143:—[voice] Pass.,χύτρα κεκεραμευμένη ὑπὸ ἀγαθοῦ κεραμέως Pl.Hp.Ma. 288d
, cf. Nicostr.Com.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεραμεύω
-
10 κεραμεών
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεραμεών
-
11 κεραμίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεραμίδιον
-
12 κεραμιδοπλάστης
A tile-maker, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεραμιδοπλάστης
-
13 κεραμιδόω
A make a roof as of shields to protect the soldiers (the Roman testudo), Apollon.Lex.s.v. σάκος, Hsch.s.v. σάκε' ὤμοισι κλίναντες:—[voice] Pass., to be roofed or coped with tiles,κεραμιδουμένη.. ἡ οἰκία Arist.Ph. 246a28
(but κεραμουμένη ib.19 codd.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεραμιδόω
-
14 κεραμικός
A of or for pottery, γῆ κ. potter's earth, Hp.Int.7, cf. Sannyr.4; κ. ῥύμη, = Κεραμεικός, Ar. Ec.4;κ. κέραμος IG42(1).102.281
(Epid., iv B.C.);ὁ κ. τροχός Str.7.3.9
; κ. μάστιξ, Com.Phrase for ostracism, Com.Adesp.33;ἐργαστήριον PFlor.50.68
(iii A.D.); ἡ -κή (sc. τέχνη) the potter's art, pottery, Pl.Plt. 288a; v. κεραμεικός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεραμικός
-
15 κεράμινος
A = κεραμεοῦς, Hdt.3.96, 4.70, Anaxil.5, PFlor.388.98 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεράμινος
-
16 κεράμιον
κερᾰμ-ιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεράμιον
-
17 κεράμιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεράμιος
-
18 κεράμισμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεράμισμα
-
19 κεραμίς
κερᾰμ-ίς, ίδος [pron. full] [ῐ], ἡ, Diph.84, [dialect] Ion. and later - ῖδος Emp. ap. Arist.EE 1235a12, MM 1208b11, cf. Hdn.Gr.2.18: ([etym.] κέραμος):—A roof-tile, Ar.V. 206, Th.3.22, Inscr.Délos 366.21, al. (iii B.C.), etc.; κ. ἀγελαῖαι common tiles, IG22.1672.209; Κορίνθιαι ib. 71; collectively, tiling, Arist.Ph. 246a27, cf. ll.cc.; prop. of clay, but also of marble, IG22.1666B21, 25;κ. ἀργυραῖ Plb. 10.27.10
;κ. μολυβῆ Ath.14.621a
, cf. Moschioib.5.207a.2 = κεράμιον, PLond.3.1177.158 (ii A.D.), PIand.12.3 (iii/iv A.D.).II as Adj., γῆ κ. potter's earth, clay, Pl.Criti. 111c, Lg. 844b;ὦ γαῖα κεραμί Eub.43
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεραμίς
-
20 κεραμίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεραμίτης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κρόκεος — κρόκεος, ον, και ποιητ. τ. κροκήϊος, ίη, ον (Α) αυτός που έχει το χρώμα τού κρόκου, κίτρινος («ἐν κροκέῳ πέπλῳ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + επίθημα εος / ήϊος (πρβλ. χάλκ εος / χαλκ ήϊος, κεράμ εος / κεραμ ήϊος)] … Dictionary of Greek
κεραμίδι — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, προς την ανατολική ακτή του όρμου της Αμφιλοχίας, 92 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου.… … Dictionary of Greek
κεραμεών — κεραμεών, ῶνος, ὁ (Α) μεγάλο πήλινο δοχείο οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεράμεος + κατάλ. εών, που δηλώνει τόπο ή πλησμονή (πρβλ. περιστερ εών) και δίνει έμμεσα στο ουσ. κεραμ έων μεγεθυντική σημ.] … Dictionary of Greek
κεφαλίδιον — κεφαλίδιον, τὸ (Α) 1. μικρό κεφάλι, κεφαλάκι 2. στον πληθ. τα κεφαλίδια είδος φαγητού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. κεραμ ίδιον, φιαλ ίδιον)] … Dictionary of Greek
κυάμιον — κυάμιον, τὸ (Μ) μικρός κύαμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. κεράμ ιον, σησάμ ιον)] … Dictionary of Greek
μακαρίτης — ο, θηλ. μακαρίτισσα (AM μακαρίτης, θηλ. μακαρῑτις, Α δωρ. τ. μακαρίτας) 1. αυτός που βρήκε τη μακαριότητα με τον θάνατο, αυτός που πέθανε και απαλλάχθηκε από τα βάσανα τής ζωής 2. μακάριος, ευτυχής νεοελλ. παροιμ. «στις εννιά τού μακαρίτη μπήκε… … Dictionary of Greek
μαχλίς — μαχλίς, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἑταίρα, πόρνη». [ΕΤΥΜΟΛ. < μάχλος «λάγνος, ακόλαστος» + επίθημα ίς (πρβλ. κεραμ ίς, κυαμ ίς)] … Dictionary of Greek
ξυλεύς — ξυλεύς, ὁ (Α) 1. ξυλοκόπος, αυτός που κόβει και συλλέγει ξύλα 2. δούλος τού ναού τού Διός ο οποίος έκοβε και συνέλεγε τα ξύλα που χρησιμοποιούσαν στις θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κατάλ. εύς (πρβλ. καλαμ εύς, κεραμ εύς)] … Dictionary of Greek
οστρακεύς — ὀστρακεύς, έως, ὁ (Α) κεραμέας, κατασκευαστής πήλινων ειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον «πήλινο αγγείο» + κατάλ. εύς (πρβλ. κεραμ εύς)] … Dictionary of Greek
πλινθίτις — ίτιδος, ἡ, Α είδος στυπτηρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος. + κατάλ. ῖτις (πρβλ. κεραμ ίτις), πιθ. λόγω τού σχήματός της] … Dictionary of Greek
σαρκίτις — ίτιδος, ἡ, Α είδος πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. κεραμ ῖτις). Ο λίθος ονομάστηκε έτσι λόγω τού χρώματός του] … Dictionary of Greek