Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κερᾰμ-ίς

См. также в других словарях:

  • κρόκεος — κρόκεος, ον, και ποιητ. τ. κροκήϊος, ίη, ον (Α) αυτός που έχει το χρώμα τού κρόκου, κίτρινος («ἐν κροκέῳ πέπλῳ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + επίθημα εος / ήϊος (πρβλ. χάλκ εος / χαλκ ήϊος, κεράμ εος / κεραμ ήϊος)] …   Dictionary of Greek

  • κεραμίδι — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, προς την ανατολική ακτή του όρμου της Αμφιλοχίας, 92 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου.… …   Dictionary of Greek

  • κεραμεών — κεραμεών, ῶνος, ὁ (Α) μεγάλο πήλινο δοχείο οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεράμεος + κατάλ. εών, που δηλώνει τόπο ή πλησμονή (πρβλ. περιστερ εών) και δίνει έμμεσα στο ουσ. κεραμ έων μεγεθυντική σημ.] …   Dictionary of Greek

  • κεφαλίδιον — κεφαλίδιον, τὸ (Α) 1. μικρό κεφάλι, κεφαλάκι 2. στον πληθ. τα κεφαλίδια είδος φαγητού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. κεραμ ίδιον, φιαλ ίδιον)] …   Dictionary of Greek

  • κυάμιον — κυάμιον, τὸ (Μ) μικρός κύαμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. κεράμ ιον, σησάμ ιον)] …   Dictionary of Greek

  • μακαρίτης — ο, θηλ. μακαρίτισσα (AM μακαρίτης, θηλ. μακαρῑτις, Α δωρ. τ. μακαρίτας) 1. αυτός που βρήκε τη μακαριότητα με τον θάνατο, αυτός που πέθανε και απαλλάχθηκε από τα βάσανα τής ζωής 2. μακάριος, ευτυχής νεοελλ. παροιμ. «στις εννιά τού μακαρίτη μπήκε… …   Dictionary of Greek

  • μαχλίς — μαχλίς, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἑταίρα, πόρνη». [ΕΤΥΜΟΛ. < μάχλος «λάγνος, ακόλαστος» + επίθημα ίς (πρβλ. κεραμ ίς, κυαμ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • ξυλεύς — ξυλεύς, ὁ (Α) 1. ξυλοκόπος, αυτός που κόβει και συλλέγει ξύλα 2. δούλος τού ναού τού Διός ο οποίος έκοβε και συνέλεγε τα ξύλα που χρησιμοποιούσαν στις θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κατάλ. εύς (πρβλ. καλαμ εύς, κεραμ εύς)] …   Dictionary of Greek

  • οστρακεύς — ὀστρακεύς, έως, ὁ (Α) κεραμέας, κατασκευαστής πήλινων ειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον «πήλινο αγγείο» + κατάλ. εύς (πρβλ. κεραμ εύς)] …   Dictionary of Greek

  • πλινθίτις — ίτιδος, ἡ, Α είδος στυπτηρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος. + κατάλ. ῖτις (πρβλ. κεραμ ίτις), πιθ. λόγω τού σχήματός της] …   Dictionary of Greek

  • σαρκίτις — ίτιδος, ἡ, Α είδος πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. κεραμ ῖτις). Ο λίθος ονομάστηκε έτσι λόγω τού χρώματός του] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»