-
1 κεκραγέναι
κεκρᾱγέναι, κράζωcroak: perf inf act -
2 καρύσσω
κᾱρύσσω, [dialect] Dor. for κηρύσσω. [full] καρυστεῖναι· κεκραγέναι ([dialect] Lacon.), Hsch. [full] καρυτίζομαι,A = εὐφραίνομαι, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρύσσω
-
3 κράζω
κράζω, not common in [tense] pres., Ar.Eq. 287, Arist.HA 609b24, Po. 1458 b31, Thphr.Sign.52, POxy. 717 (i B. C.), etc.: [tense] fut.Aκεκράξομαι Eup.1
, Ar. Eq. 285, 487, Ra. 258, Men.Sam. 204, laterκράξω AP11.141
(Lucill.), Ev.Luc.19.40: [tense] aor. 1ἔκραξα Thphr.Sign.53
, LXX Jd.1.14, AP11.211 (Lucill.); imper. κρᾶξον [ᾱ by nature] Hdn.Gr.2.14; ἐκέκραξα freq. in LXX, Nu. 11.2, al.: [tense] aor. 2 ἔκρᾰγον (ἀν-) Antipho 5.44, Ar.Pl. 428, etc., (unless [tense] impf. of Κεκράγω): freq. in [tense] pf. with [tense] pres. sense, κέκρᾱγα (v. infr.) (lateκέκρᾰγα AP5.86
(Rufin.)); imper. , V. 198, Men.Sam. 235; pl.: [tense] plpf.ἐκεκράγειν Id.Eq. 674
, X.Cyr.1.3.10:—post-Hom., croak, of the raven, S.Fr. 208, Thphr.l.c.; of frogs,κεκραξόμεσθα Ar.Ra.
l. c., cf. 265: generally, scream, shriek, cry,σὺ δ' αὖ κέκραγας A.Pr. 743
;παιδίον κεκραγός Men.Sam.11
, 24; bawl, shout,κεκραγὼς καὶ βοῶν Ar.Pl. 722
, cf. D.18.132; κεκραγέναι πρός τινα to call to.., Ar.Ra. 982;κραγὸν κεκράξεται Id.Eq. 487
(cf. κραγός): c. acc. cogn.,μέλος κέκραγα A.Fr. 281.5
; ποίου (sc. περὶ ποίου) κέκραγας ἀνδρὸς ὧδ' ὑπέρφρονα; S.Aj. 1236:—rare in early Prose, X. l. c., D.l.c., cf. POxy.717.1 (i B. C.), etc.; ἐκεκράγει ὅτι .. Plb. ap. Ath.6.274f; κεκράγασιν ὡς .. Phld.Rh.1.108 S.: c. acc. et inf., ib.2.98 S. -
4 ἰού
1 of grief of annoyance, usu. twice repeated,ἰοὺ ἰού D.19.209
; ἰ. ἰ. δύστηνος or δύστηνε, S.Tr. 1143, OT 1071; ἰ. ἰ. βοᾶν, κεκραγέναι, Ar.Nu. 543, Pax 345: c. gen.,ἰ. ἰ. τῶν.. κιγκλίδων Jul. Caes. 330d
: rarely once, φῦ ( φεῦ codd.),ἰ. τῆς ἀσβόλου Ar.Th. 245
; or thrice, Id. Pax 110: with other Interj.,ἰ. ἰ. ὢ ὢ κακά A.Ag. 1214
;ἰ. ἰ. πόπαξ Id.Eu. 143
(lyr.). -
5 κέλωρ 3
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κέλωρ 3
См. также в других словарях:
κεκραγέναι — κεκρᾱγέναι , κράζω croak perf inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste griechischer Phrasen/Xi — Xi Inhaltsverzeichnis 1 ξενίας γραφή 2 … Deutsch Wikipedia
ιού — Βλ. λ. Ιηού. * * * ἰού και ἰοῡ (Α) (σχετλιαστ. επιφών. συν. επαναλαμβανόμενο) 1. κραυγή λύπης, αλίμονο, οίμοι* («ἰοὺ ἰοὺ βοᾱν κεκραγέναι», Αριστοφ.) 2. κραυγή εκπλήξεως ή θαυμασμού («ἰού ἰοὺ ὡς πανοῡργος εἶ», Πλάτ.) 3. κραυγή χαράς («ἰοὺ ἰού,… … Dictionary of Greek