Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἔκραξα

  • 1 έκραξα

    ἐξαράσσω
    dash out: aor ind act 1st sg (homeric ionic)
    ἐκραίνω
    scatter out of: aor ind act 1st sg (epic)
    ἔκρᾱξα, ἐκρήγνυμι
    break off: aor ind act 1st sg (homeric ionic)
    κράζω
    croak: aor ind act 1st sg

    Morphologia Graeca > έκραξα

  • 2 ἔκραξα

    ἐξαράσσω
    dash out: aor ind act 1st sg (homeric ionic)
    ἐκραίνω
    scatter out of: aor ind act 1st sg (epic)
    ἔκρᾱξα, ἐκρήγνυμι
    break off: aor ind act 1st sg (homeric ionic)
    κράζω
    croak: aor ind act 1st sg

    Morphologia Graeca > ἔκραξα

  • 3 κράζω

    κράζω, not common in [tense] pres., Ar.Eq. 287, Arist.HA 609b24, Po. 1458 b31, Thphr.Sign.52, POxy. 717 (i B. C.), etc.: [tense] fut.
    A

    κεκράξομαι Eup.1

    , Ar. Eq. 285, 487, Ra. 258, Men.Sam. 204, later

    κράξω AP11.141

    (Lucill.), Ev.Luc.19.40: [tense] aor. 1

    ἔκραξα Thphr.Sign.53

    , LXX Jd.1.14, AP11.211 (Lucill.); imper. κρᾶξον [ by nature] Hdn.Gr.2.14; ἐκέκραξα freq. in LXX, Nu. 11.2, al.: [tense] aor. 2 ἔκρᾰγον (ἀν-) Antipho 5.44, Ar.Pl. 428, etc.,

    ἐκέκραγον LXX Is.6.4

    (unless [tense] impf. of Κεκράγω): freq. in [tense] pf. with [tense] pres. sense, κέκρᾱγα (v. infr.) (late

    κέκρᾰγα AP5.86

    (Rufin.)); imper.

    κέκραχθι Ar.Ach. 335

    , V. 198, Men.Sam. 235; pl.

    κεκράγετε Ar.V. 415

    : [tense] plpf.

    ἐκεκράγειν Id.Eq. 674

    , X.Cyr.1.3.10:—post-Hom., croak, of the raven, S.Fr. 208, Thphr.l.c.; of frogs,

    κεκραξόμεσθα Ar.Ra.

    l. c., cf. 265: generally, scream, shriek, cry,

    σὺ δ' αὖ κέκραγας A.Pr. 743

    ;

    παιδίον κεκραγός Men.Sam.11

    , 24; bawl, shout,

    κεκραγὼς καὶ βοῶν Ar.Pl. 722

    , cf. D.18.132; κεκραγέναι πρός τινα to call to.., Ar.Ra. 982;

    κραγὸν κεκράξεται Id.Eq. 487

    (cf. κραγός): c. acc. cogn.,

    μέλος κέκραγα A.Fr. 281.5

    ; ποίου (sc. περὶ ποίου) κέκραγας ἀνδρὸς ὧδ' ὑπέρφρονα; S.Aj. 1236:—rare in early Prose, X. l. c., D.l.c., cf. POxy.717.1 (i B. C.), etc.; ἐκεκράγει ὅτι .. Plb. ap. Ath.6.274f; κεκράγασιν ὡς .. Phld.Rh.1.108 S.: c. acc. et inf., ib.2.98 S.
    2 c. acc. rei, call, clamour for,

    ἐμβάδας Ar.V. 103

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κράζω

  • 4 κράζω

    κράζω (Aeschyl.+; also Aesop, Fab. 252 P. a rooster) neut. ptc. κρᾶζον (B-D-F §13; W-S. §6, 2; Rob. 231); impf. ἔκραζον; fut. κράξω and κεκράξομαι (B-D-F §77; W-S. §13, 2; Mlt. 154; Rob. 361); 1 aor. ἔκραξα and ἐκέκραξα (Ac 24:21, s. B-D-F §75; W-S. §13, 2; 10 note 10; Mlt. 147; cp. Mlt-H. 244); pf. κέκραγα; plpf. 3 sg. ἐκεκράγει (3 Macc 5:23 v.l.).
    to make a vehement outcry, cry out, scream, shriek, when one utters loud cries, without words capable of being understood (cp. Hippol., Ref. 4, 28, 3 and 6): of mentally disturbed persons, epileptics, or the evil spirits living in them Mk 5:5; 9:26; Lk 4:41 v.l.; 9:39. Of the death-cry of Jesus on the cross Mk 15:39 v.l. Of the cry of a woman in childbirth Rv 12:2. ἀπὸ τοῦ φόβου cry out in fear Mt 14:26. φωνῇ μεγάλῃ cry out in a loud voice 27:50; Mk 1:26 v.l. (for φωνῆσαν); Ac 7:57; Rv 10:3a, cp. 3b.
    to communicate someth. in a loud voice, call, call out, cry
    lit. κράζει ὄπισθεν ἡμῶν she is calling out after us Mt 15:23. τὶ someth. of a crowd Ac 19:32. φωνὴν κ. call out a thing loudly 24:21. W. direct discourse foll. (B-D-F §397, 3) Mk 10:48; 11:9; 15:13f; Lk 18:39; J 12:13 v.l. (s. κραυγάζω); Ac 19:34; 21:28, 36; 23:6. W. φωνῇ μεγάλῃ and direct discourse foll. Mk 5:7; Ac 7:60. Also ἐν φωνῇ μεγάλῃ Rv 14:15. Used w. λέγειν (B-D-F §420, 2 app.) of loud speaking κράζω λέγων I say loudly (Ex 5:8; TestAbr B 6 p. 110, 5 [Stone p. 68]) Mt 8:29; 14:30; 15:22 (s. κραυγάζω); 20:30f; 21:9; 27:23; Mk 3:11; J 7:37; 19:12 v.l. (for ἐκραύγασαν); Ac 16:17; Rv 18:18f. Also pleonast. κ. φωνῇ μεγάλῃ λέγων I call out w. a loud voice and say 6:10; 7:10. κ. ἐν φωνῇ μεγάλῃ λέγων 19:17; cp. 18:2. κράξας ἔλεγε Mk 9:24. κ. καὶ λέγειν Mt 9:27; 21:15; Mk 10:47; Lk 4:41 v.l.; Ac 14:14f. ἔκραξεν καὶ εἶπεν J 12:44. ἔκραξεν διδάσκων καὶ λέγων he cried out as he was teaching, and said 7:28. The pf. κέκραγα has present mng. (Hippocr., Περὶ ἱερ. νούς. 15 vol. VI 388 Littré βοᾷ καὶ κέκραγεν; Menand., Sam. 226; 239 S. [11; 24 Kö.]; Plut., Cato Min. 58, 1 μαρτυρόμενος καὶ κεκραγώς; Lucian, Demon. 48 κεκραγότα κ. λέγοντα; Ex 5:8; 2 Km 19:29; Is 15:4; Job 30:20, 28; 34:20; Ps 4:4; 140:1) Ἰωάννης μαρτυρεῖ περὶ αὐτοῦ καὶ κέκραγεν λέγων J 1:15. κ. τινὶ (ἐν) φωνῇ μεγάλῃ (λέγων) call out to someone in a loud voice Rv 7:2; 14:15.—Of angel choirs 1 Cl 34:6 (Is 6:3).
    fig.
    α. of the urgent speech of the prophet (Jos., Ant. 10, 117: Jeremiah) or what his book says (Ammonius Herm. in Aristot. Lib. De Interpret. p. 183, 30 Busse: ἀκουέτω τοῦ Ἀριστοτέλους κεκραγότος ὅτι … ; Just., D. 70, 5 αἱ γραφαὶ κεκράγασιν) Ἠσαί̈ας κράζει ὑπὲρ τοῦ Ἰσραήλ Ro 9:27. Of prayer, rather fervent than loud 8:15. ἐκέκραξεν ὁ δίκαιος 1 Cl 22:7 (Ps 33:18). Of the divine Spirit in the heart Gal 4:6.
    β. of things (Epict 1, 16, 11 κέκραγεν ἡ φύσις; Achilles Tat. 5, 17, 4 κέκραγέ σου ἡ μορφὴ τ. εὐγένειαν): stones, that cry out if the disciples were to hold back with their confession of Jesus’ messiahship Lk 19:40. The laborers’ wages, held back, κράζει Js 5:4 (cp. Gen 4:10; 18:20; Philo, Ebr. 98 κ. ἐν ἡμῖν αἱ ἄλογοι ὁρμαί; Jos., Bell. 1, 197. On the topic s. KBerger, Die Gesetzesauslegung Jesu I, ’72, 382–84; other reff. PvanderHorst, The Sentences of Pseudo-Phocylides ’78, 126.).—B. 1250. DELG. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > κράζω

См. также в других словарях:

  • ἔκραξα — ἐξαράσσω dash out aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἐκραίνω scatter out of aor ind act 1st sg (epic) ἔκρᾱξα , ἐκρήγνυμι break off aor ind act 1st sg (homeric ionic) κράζω croak aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράζω — έκραξα, φωνάζω κρα κρα, κραυγάζω, καλώ κάποιον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • PROSCYRIA — Προσκύρια, Graecis dicuntur Psalmi XV. quos alias ἀδας τȏυ ἀναβαθμῶν, Latini Psalmos Graduum, seu Graduales, appellant; quorum primus CXX. ultimus CXXXIV. Nomen a primo, cuius initium, Πρὸς Κύριον, εν τῷ θλίβεςθαί με ἔκραξα, Ad Dominum, cum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πήζω — Ν 1. κάνω κάτι να στερεοποιηθεί, να μεταβληθεί από ρευστό σε στερεό («πήζω το γάλα») 2. μεταβάλλομαι από ρευστό σε στερεό («έπηξε η κρέμα») 3. μτφ. α) (για χώρο) γεμίζω πάρα πολύ, γεμίζω ασφυκτικά (α. «έπηξε η πλατεία από κόσμο» β. «έπηξε η… …   Dictionary of Greek

  • προστάζω — προστάσσω ΝΜΑ, και αττ. τ. προστάττω και δωρ. τ. ποτιτάσσω και ποιτάσσω Α δίνω διαταγή συνήθως με έντονο τρόπο, παραγγέλλω, διατάζω (α. «τούτο προστάζει ο βασιλιάς και μ έστειλε φερμάνι», δημ. τραγούδι β. «ἐπὶ τῆς κτίσεως συνεξέλαμψε τὸ φῶς τῷ… …   Dictionary of Greek

  • σπαράσσω — ΝΜΑ, και σπαράζω Ν, και αττ. τ. σπαράττω Α (ιδίως για σαρκοβόρο ζώο) κατασπαράζω, κατακομματιάζω, ξεσκίζω («σάρκας γεραιὰς ἐσπαρασσ ἀπ ὀστέων, Ευρ.) νεοελλ. μτφ. 1. (αμτβ.) αισθάνομαι βαθιά λύπη, μεγάλο ψυχικό πόνο 2. μέσ. σπαράζομαι δοκιμάζομαι… …   Dictionary of Greek

  • τάζω — ΝΜ υπόσχομαι να δώσω κάτι (α. «τού ταξε προίκα» β. «ἀλλ ἔχειν, ὡς τὸ ἔταξε, γυναῑκα στὴν ζωὴν του», Διγεν. Ακρ.) νεοελλ. 1. κάνω τάμα («έταξε στην Παναγία μια λαμπάδα ίση με το μπόι τού άρρωστου παιδιού της») 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.)… …   Dictionary of Greek

  • ταράσσω — ΝΜΑ, και ταράζω Ν, και αττ. τ. ταράττω Α 1. ανακινώ, αναταράσσω (α. «η θάλασσα είναι ταραγμένη» β. «σύναγεν νεφέλας ἐτάταξε δὲ πόντον [ὁ Ποσειδῶν]», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. προκαλώ ταραχή, προξενώ σύγχυση, καταστρέφω την ψυχική γαλήνη και την ησυχία… …   Dictionary of Greek

  • τινάζω — τινάσσω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. τινάσσω Ν 1. κινώ κάτι με μεγάλη δύναμη, κλονίζω, τραντάζω (α. «νεραντζούλα φουντωμένη, πού ναι τ άνθη σου, φύσηξε βοριάς κι αέρας και τά τίναξε», δημ. τραγούδι β. «αὐτὰρ ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν ἀπειρεσίην», Ομ …   Dictionary of Greek

  • φράζω — (I) και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α 1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.) 2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.) 3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ ἔλεξας», Σοφ …   Dictionary of Greek

  • χαράσσω — Ν ΜΑ, και χαράζω Ν, και αττ. τ. χαράττω Α 1. κάνω εγκοπές, γραμμές ή γράμματα πάνω σε μια επιφάνεια με αιχμηρό όργανο, εγχαράσσω 2. γράφω 3. σχεδιάζω τις κύριες γραμμές μιας μελλοντικής κατασκευής ή ορίζω και σημειώνω στο έδαφος τον άξονα ενός… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»