-
1 καρυτίζεσθαι
καρυτίζομαιpres inf mp -
2 καρύσσω
κᾱρύσσω, [dialect] Dor. for κηρύσσω. [full] καρυστεῖναι· κεκραγέναι ([dialect] Lacon.), Hsch. [full] καρυτίζομαι,A = εὐφραίνομαι, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρύσσω
См. также в других словарях:
καρυτίζομαι — (Α) ευφραίνομαι (Ησύχ.) … Dictionary of Greek
καρυτίζεσθαι — καρυτίζομαι pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)