-
1 φιλοχρήματος
φῐλοχρήμᾰτ-ος, ον,A loving money, And.4.32, Pl.Phd. 68c, 82c, etc.;ὁ φ. Id.R. 549b
, Hierocl. in CA2p.422M.;φ. καὶ χρηματισταὶ οἱ ἐν ταῖς ἀρχαῖς Arist.Pol. 1316a40
(s. v. l.); τὸ φ., = φιλοχρηματία, Pl.R. 436a: [comp] Comp.- ώτερος X.Smp.4.45
: [comp] Sup.- ώτατος D.S.1.94
. Adv., [suff] φῐλοχρημᾰτ-τως ἔχειν, = φιλοχρηματεῖν, Isoc.1.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοχρήματος
-
2 ἀμφότερος
A either, i.e. both of two (opp. ἑκάτερος each one of two), ἀμφοτέρας κοινὸν αἴας common to either land, A.Pers. 131; ποίημα ἢ πάθος ἢ ἀμφότερον or partaking of both, Pl.Sph. 248d;τὸ ἀμφότερον ἑκατέρῳ οὐχ ἕπεται Id.Hp.Ma. 302e
.2 Hom. has sg. only neut. ἀμφότερον as Adv., foll. by τε.. καί; ἀ. βασιλεύς τ' ἀγαθὸς κρατερός τ' αἰχμητής both together, prince as well as warrior, ib.3.179; ἀ. γενεῇ τε καὶ οὕνεκα .. Il.4.60; foll. by τε.. δέ .., Pi.P.4.79: also neut. pl., ;φιλοχρήματος καὶ φιλότιμος, ἤτοι τὰ ἕτερα τούτων ἢ ἀ. Pl.Phd. 68c
; ; by τε.. καί .., Pi.O. 1.104.3 dual in Hom., asἀ. Αἴαντε Il.12.265
, al., less freq. in later writers, X.An.1.1.1, Pl.Prm. 143c, Isoc.4.134, etc.; but pl. is much more freq., and is found with a dual Noun,χεῖρε πετάσσας ἀμφοτέρας Il.21.115
.—Phrases: on both sides,Hdt.
7.10.β, Pl.Prm. 159a; towards both sides, both ways,Hdt.
3.87, al., Th.1.83, al.; ἀμφότερα, abs., on both sides, ib.13, al.; ἀπ' ἀμφοτέρων from or on both sides,Ξέρξεω ἀπ' ἀ. ἀδελφεός Hdt.7.97
;παρ' ἀμφοτέρων D.S.16.7
, al.; μετ' ἀμφοτέροισι one with another (s.v.l.), Theoc.12.12; ἀμφοτέροις βλέπειν (sc. ὄμμασι) Call.Epigr.32.6; ἀμφοτέραις, [dialect] Ep. - ῃσι (sc. χερσί) Od.10.264; ἐπ' ἀμφοτέροις βεβακώς (sc. ποσί) Theoc.14.66.II later, of more than two, all together, Act.Ap.19.16, PLond.2.336.13 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφότερος
-
3 φιλότιμος
φῐλότῑμ-ος, ον,A loving honour or distinction, ambitious, mostly in bad sense (cf. Pl.R. 347b, Arist.EN 1125b9), E.Ph. 567;τὸ μαντικὸν πᾶν σπέρμα φ. κακόν Id.IA 520
; joined with φιλοχρήματος, Pl.Phd. 68c; with φιλόνικος, Id.R. 551a, etc.; also in good sense,φ. καὶ ἐλευθέριος X.Mem.2.3.16
;φ. καὶ μεγαλόψυχοι Isoc.9.3
:—with abstr. Nouns (in both senses), (lyr.); ; (lyr.);αἱ φ. τῶν φύσεων X.Oec.13.9
;βίος Lys. 2.16
; ; φ. ἐπί τινι emulous in regard to, eager for distinction in.., ἐπὶ σοφία, ἐπ' ἀρετῇ, Id.Prt. 343c, Lg. 744e;περὶ τἀναγκαῖα φιλοτιμότατος Plb.9.20.6
;ἱππικὸν φιλοτιμότερον πρὸς ἀλλήλους περὶ ἀνδραγαθίας X.Eq.Mag.9.3
: c. inf., φιλοτιμότατοι καλόν τι ποιεῖν ib.2.2: c. acc. modi, τὰς ψυχὰς -ότεροι ib.7.3;- ότεροι τὰ ἤθη Arist.Rh. 1391a22
: τὸ φ., = φιλοτιμία, E.IA22 (dub. l., anap.), 342 (troch.), Th.2.44, Pl.Lg. 841c, etc.2 prodigal, lavish,λαμπρὸς καὶ φ. D.21.159
; munificent, generous, πρός τινα Aristeas 227· περὶ ξένους Plu.Crass.3
.3 φιλότιμος, title of an official member of a guild or corporation at Histria,γερουσίας φ.
Analele Acad.Române38.596
(pl.); so at Tomi,ὁ προστάτης καὶ δισφύλαρχος καὶ φ. Dacia1.273
.4 neut. pl., gifts, endowments,τὴν μὲν τοῖς ἑαυτῆς φ. κεκόσμηκεν Ἀφροδίτη Aristaenet.1.10
.II Adv.- μως
ambitiously, emulously,Lys.
16.18, Is.7.39; φ. πρός τινα ἔχειν to vie emulously with.., Pl.Chrm. 162c;πρὸς ἀλλήλους Isoc.4.85
; φ. ἔχειν πρός τι to strive, exert oneself eagerly after a thing, X.Cyr.1.6.26, etc.;τὰ λοιπὰ συσπεύσας φ.
zealously,PCair.Zen.
62 (b) 8(iii B. C.);φ. πρὸς τοὺς λόγους διακεῖσθαι Isoc. 15.277
; with public spirit, generously, IG22.505.35, etc.: [comp] Comp.φιλοτιμότερον Lys.16.20
, PTeb.23.10 (ii B. C.); or- οτέρως Isoc.9.5
: [comp] Sup.- ότατα Plu.Caes.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλότιμος
-
4 φιλοκερδής
φῐλοκερδ-ής, ές,A loving gain, greedy of gain, Thgn.199, Pi.I.2.6, Ar.Pl. 591 (anap.), X.Oec.14.10, etc.;φιλοχρήματος καὶ φ. Pl.R. 581a
: τὸ φ., = φιλοκέρδεια, ib. 586d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοκερδής
См. также в других словарях:
Ιωάννης ο Ορφανοτρόφος — (11ος αι.).Βυζαντινός αξιωματούχος. Ήταν αδελφός του αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ’ και καταγόταν από την Παφλαγονία. Υπηρέτησε στη βυζαντινή Αυλή ως ευνοούμενος του Ρωμανού Γ’ (1028 34) και διετέλεσε διαδοχικά προιπόσιτος (αρχιευνούχος του παλατιού) και… … Dictionary of Greek
Βιτέλιος, Αύλος — (Aulus Vitellius,Ρώμη 15 – 69 μ.Χ.).Ρωμαίος αυτοκράτορας (69). Ευνοούμενος διαδοχικά του Καλιγούλα, του Κλαύδιου και του Νέρωνα, κατόρθωσε να φτάσει σε μεγάλα πολιτικά και θρησκευτικά αξιώματα. Το 48 μ.Χ. έγινε ύπατος και τον επόμενο χρόνο… … Dictionary of Greek
φιλότιμος — Έλληνας γιατρός, μαθητής του Πραξαγόρα του Κώου, που αναφέρεται κυρίως για τη δραστηριότητά του το 320 π.Χ. Aσχολήθηκε με την ανατομία και επιχείρησε να περιγράψει διάφορα όργανα, όπως τον εγκέφαλο, τον οποίο θεωρούσε κατώτερης σημασίας.… … Dictionary of Greek
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek
φιλάργυρος — η, ο / φιλάργυρος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά υπερβολικά τα αργύρια, το χρήμα, φιλοχρήματος, τσιγκούνης νεοελλ. 1. ως κύριο όν. Ο Φιλάργυρος τίτλος ονομαστής κωμωδίας τού Μολιέρου 2. παροιμ. «στον φιλάργυρο τα γρόσα καθώς στον νεκρό η γλώσσα»… … Dictionary of Greek