Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

φιλοκέρδεια

См. также в других словарях:

  • φιλοκερδείᾳ — φιλοκερδείᾱͅ , φιλοκέρδεια love of gain fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοκέρδεια — love of gain fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοκέρδεια — η, ΝΑ, και δ. γρφ. φιλοκερδία Α [φιλοκερδής] υπερβολική αγάπη για το υλικό κέρδος, η με υπέρμετρο ζήλο επιδίωξη τού κέρδους νεοελλ. υπέρμετρη κερδοσκοπία, απληστία, πλεονεξία …   Dictionary of Greek

  • φιλοκέρδεια — η η υπερβολική αγάπη του κέρδους, η ανήθικη κερδοσκοπία, η απληστία, η πλεονεξία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλοκερδείας — φιλοκερδείᾱς , φιλοκέρδεια love of gain fem acc pl φιλοκερδείᾱς , φιλοκέρδεια love of gain fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοκερδείης — φιλοκέρδεια love of gain fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοκερδείῃ — φιλοκέρδεια love of gain fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοκέρδειαι — φιλοκέρδεια love of gain fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοκέρδειαν — φιλοκέρδεια love of gain fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… …   Dictionary of Greek

  • κερδία — κερδία, ἡ (Α) [κέρδος] (κατά τον Φώτ.) απληστία για κέρδος, φιλοκέρδεια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»