-
1 φιλοχρηματιστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοχρηματιστής
-
2 φιλοχρήματος
φῐλοχρήμᾰτ-ος, ον,A loving money, And.4.32, Pl.Phd. 68c, 82c, etc.;ὁ φ. Id.R. 549b
, Hierocl. in CA2p.422M.;φ. καὶ χρηματισταὶ οἱ ἐν ταῖς ἀρχαῖς Arist.Pol. 1316a40
(s. v. l.); τὸ φ., = φιλοχρηματία, Pl.R. 436a: [comp] Comp.- ώτερος X.Smp.4.45
: [comp] Sup.- ώτατος D.S.1.94
. Adv., [suff] φῐλοχρημᾰτ-τως ἔχειν, = φιλοχρηματεῖν, Isoc.1.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοχρήματος
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский