-
1 κατα-κάμπτω
κατα-κάμπτω, nieder-, umbiegen; χειμῶνος ὄντος κατακάμπτειν τὰς στροφὰς οὐ ῥᾴδιον Ar. Th. 68; εἰς κύκλον Plat. Tim. 36 b; ἐξ ὀρϑοῦ 71 b; übertr., ὅταν πρὸς τὰς αἰσχύνας κατακάμπτωνται, sich zur Schaam bewegen lassen, Aesch. 1, 187.
-
2 κάμπτω
Grammatical information: v.Meaning: `bend, bow, curve' (Il., IA.).Other forms: fut. κάμψω, aor. κάμψαι, pass. καμφθῆναι (A., Th.; v. l. Ι 158), perf. pass. κεκάμφθαι (Hp.),Compounds: often with prefix, e. g. ἀνα-, κατα-, ἐπι-, περι-, συν-; as 1. member e. g. in καμψί-πους adjunct of Έρινύς (A. Th. 791 [lyr.]), meaning uncertain,Derivatives: Substant. 1. ( ἀνα-, ἐπι-, περι-, συγ-)καμπή `bow, curvature' (IA.) with κάμπιμος `bent' (E. IT 81, verse end; after πομπή: πόμπιμος, s. Arbenz Die Adj. auf - ιμος 81); ἐπικάμπ-ιος `forming an ἐπικαμπή, bow, bend', milit. a. building techn. expression (Ph. Bel., Plb.). 2. ( ἀνα-, κατα-, ἐπι-, συγ- etc.) κάμψις `bow, curving' (IA.); s. Schwyzer 444 n. 11. 3. καμπτήρ, - ῆρος m. "bender, curver", as milit. and sport-term `bend, turning-point of the racing course' (X., Arist., Herod.) with καμπτήριος (sch.). 4. περικάμπτης `tergiversator' (gloss.). - Adject. 5. καμπύλος `bent, curved' (Il.; after ἀγκύλος, Chantraine Formation 250) with καμπύλη f. `crook' (Ar., Plu.), καμπουλίρ (= καμπυλίς) ἐλαίας εἶδος. Λάκωνες H., καμπυλότης `being curved' (Hp., Arist.), καμπύλλω `curve' (Hp.), also καμπυλεύομαι, καμπυλόομαι (medic.), καμπυλιάζω (Phot., Suid.); poet. lengthening καμπυλόεις (AP; Schwyzer 527). 6. ἐπι-, περι-καμπής `curved', from ἐπι-, περι-κάμπτω (vgl. Chantraine 426f., Strömberg Prefix Studies 101). 7. καμπτικός `flexible' (Arist., Poll.). 8. καμψόν καμπύλον H.; after γαμψός? (cf. Schwyzer 516, Chantraine 434, Stang Symb. Oslo. 23, 46ff.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: This root, which is well represented in Greek, has a verbal stem καμπ- without ablaut, with the primary verbal noun καμπ-ή (with καμπ-ύλος?) and κάμπ-τω with κάμψαι etc., and has in the other languages scattered nominal representatives, partly in metaph. meanings and therefore not always certain: Latv. kampis `curved wood, hook for a kettle', Lith. kam̃pas `corner, side, hidden place', also `curved wood at the collar (of a horse)', with which agree both Lat. campus `field' (prop. `(bow) Biegung, (lower field) Niederung'?) and a German. adj. `mutilated, lame', e. g. Goth. hamfs. "Beside it stands with final -b (cf. on σκαμβός) a Celtic adjective `curved', OIr. camm etc. (\< * cambo-; to which Krahe Beitr. z. Namenforschung 3, 231 connects the brook- and place-name Kobenz \< * Kambantia); cf. further Campona GN in Pannonia). - Further there are in Baltic several words for `curved etc.' with u-vowel, Lith. kum̃pas `curved', Latv. kùmpt `become bent, verschrumpfen' a. o., which may have a reduced vowel-grade, but at the same time have a popular character and therefore can only be added here with reserve." The same applies perhaps even more to a few Skt. words: kumpa- `lame in the hand' (lex.) and, because of the meaning, Skt. kampate `tremble'; cf. Mayrhofer KEWA s.vv." More forms in Pok. 525, W.-Hofmann s. campus, Fraenkel Lit. et. Wb. s. kam̃pas. - From κάμψαι perh. Lat. campsāre `sail around, bend off' (Span. cansar etc., Rice Lang. 19, 154ff.); from καμπή Lat.-Rom. camba, gamba (see Fohalle Mélanges Vendryes 157ff., Kretschmer Glotta 16, 166f.) and Alb. kāmbë `leg, foot' (Mann Lang. 17, 19 and 26, 380); from καμπύλος Osman. kambur `hump, humpy' \> NGr. καβούρης (Maidhof Glotta 10, 10); in Byz. γαμματίζω = κάμπτω, - ομαι Amantos assumes (s. Kretschmer Glotta 16, 179) a noun *γάμμα, *κάμμα. - I have maintained here Frisk's discussion, as it shows clearly how unreliable the material is; it is rather from a substratum language. To this comes that IE would require a form * kh₂mp-, a type that is quite rare. The conclusion can only be that καμπ- is of Pre-Greek origin. - Cf. on γαμψός and γνάμτω, for which I also arrived at this conclusion.Page in Frisk: 1,774-775Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κάμπτω
-
3 κατακάμπτω
κατα-κάμπτω, nieder-, umbiegen; übertr., ὅταν πρὸς τὰς αἰσχύνας κατακάμπτωνται, sich zur Scham bewegen lassen -
4 κατακαμπτω
1) выгибать, сгибать(τι Plat.)
κ. εἰς κύκλον Plat. — сгибать в виде круга2) перен. ворочать, ирон. сочинять(τὰς στροφάς Arph.)
3) отворачивать в сторону, т.е. отбрасывать прочь(ἐλπίδας Eur.)
4) склонять, побуждать(κατακάμπτεσθαι πρὸς τὰς αἰσχύνας Aeschin.)
-
5 наклонить
-лоню, -лонишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наклонённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.κλίνω, κάμπτω, λυγίζω σκύβω, γέρνω•наклонить голову γέρνω το κεφάλι.
κλίνω, γέρνω, κλπ. ρ. ενεργ. φ. наклонить поднять платок σκύβω να πάρω το μαντήλι•прибрежные ивы -лись над водой οι ιτιές της ακροποταμιάς έγειραν κατά το νερό.
-
6 приседать
ρ.δ.1. βλ. присесть.2. λυγίζω, κάμπτω κατά το βάδισμα.
См. также в других словарях:
παραυχενίζω — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «κάμπτω πλαγίως τόν αυχένα» 2. (κατά τον Φώτ.) «παρακρούω», κόβω τον λαιμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αὐχενίζω «κάμπτω τον αυχένα»] … Dictionary of Greek
τροχός — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… … Dictionary of Greek
κάμπια — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 341 κάτ.) της Εύβοιας. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νησιού, 35 χλμ. ΒΑ της Χαλκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διρφύων του νομού Ευβοίας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 165 μ … Dictionary of Greek
κάμψη — I (Ανατ.). Μία κίνηση, όπως το λύγισμα του γονάτου, που επιμηκύνει τη γωνία ανάμεσα σε δύο γειτονικά οστά. Η αντίθετη κίνηση είναι η έκταση. II (Μηχ.). Παραμόρφωση που προκαλείται σε ένα στερεό υπό την επίδραση εξωτερικών δυνάμεων ή θερμοκρασίας … Dictionary of Greek
γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη … Dictionary of Greek
λύγος — (I) ο, η (Α λύγος, ἡ και ὁ) 1. η λυγαριά 2. (κυρίως στον πληθ.) κλαδιά λυγαριάς ή άλλου δέντρου, κατάλληλα συνήθως για πλέξιμο καλαθιού («συνέεργον ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. κάθε ράβδος ακόμη και μετάλλινη («καθῆστο μέντοι λύγον… … Dictionary of Greek
οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση … Dictionary of Greek
ράβδος — η / ῥάβδος, ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και λεπτό τεμάχιο ξύλου ή ξύλινο στέλεχος το οποίο κρατείται από το χέρι είτε για στήριξη τού σώματος κατά το βάδισμα είτε ως πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης, βακτηρία, μπαστούνι, μαγκούρα («ταχὺ πηδῶ τῆς… … Dictionary of Greek
τυλίγω — τυλίσσω, ΝΜΑ, και τυλίζω Ν, και αττ. τ. τυλίττω Α (ιδίως σχετικά με νήμα, ταινία, ύφασμα ή σύρμα) περιελίσσω, στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του ή γύρω από κάτι άλλο, κουλουριάζω, κουβαριάζω (α. «τής έρριψε μίαν ανεμόσκαλαν μεταξωτήν, τυλιγμένην… … Dictionary of Greek
γωλεός — γωλεός, ο (Α) τρύπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το γωλεός συνδέεται με τα λιθ. guōlis, λεττ. guol’a «κατάλυμα, κρησφύγετο, φωλιά», ενώ αμφισβητείται η αναγωγή στη ρίζα *geu «λυγίζω, κάμπτω, κυρτώνω» (πρβλ. γύαλον). Εξάλλου δεν έχει προσδιοριστεί με σαφήνεια αν και … Dictionary of Greek
διαιτώ — (I) (Α διαιτῶ, άω) 1. υποβάλλω έναν ασθενή σε ορισμένη δίαιτα 2. μέσ. διαιτῶμαι α) ζω κατά έναν ορισμένο τρόπο ζωής, ακολουθώ μια δίαιτα β) διαβιώ, ενδιαιτώμαι γ) διατρέφομαι αρχ. 1. είμαι διαιτητής 2. αποδεικνύω 3. ερευνώ, εξακριβώνω 4. κυβερνώ … Dictionary of Greek