-
1 κατα-θύω
κατα-θύω (s. ϑύω), opfern, schlachten; πρόβατα Her. 8, 19; Xen. An. 4, 5, 36 u. Sp.; übh. opfern, weihen, τὴν δεκάτην Xen. An. 5, 3, 13, wie D. Sic. 4, 21. – Das med., νῦν μὲν τοῖς φίλτροις καταϑύσομαι Theocr. 2, 159, vgl. ib. v. 3, durch Zaubertränke zur Liebe zwingen, bezaubern.
-
2 θύω 2
θύω 2.Grammatical information: v.Derivatives: Derivations partly show the older meaning `smoke, incense' (s. below): 1. θῦμα `offer' (IA etc.); 2. ἔκ-, πρό-θυσις from ἐκ-, προ-θύω (late); 3. θυσία s. below on θύτης; 4. θύος n. with θυέστης a. o. `incense', s. v.; 5. θύον `life-tree', s. v.; 6. θυητά n. pl. `incense' (Aret.; on the formation cf. θυηλη s.v.); 7. θυ(ε)ία f. `strong smelling ceder, thuya' with θυῖον n. `resin' (Thphr.); formation unclear; to θύος (s. v.)? 8. θύτης m. `offerer' (hell.; ἐκ-θύτης from ἐκ-θύω E.); θύτας (Thess.), with θυτεῖον `offerplace' (Aeschin.), θυτικός `belonging to an offer' (hell., directly from θύω), θυσία `offer, offerfeast' (h. Cer.; cf. Fraenkel Nom. ag. 1, 224, Porzig Satzinhalte 200); from there θυσιάζω `offer' with θυσίασμα, - αστήριος, - ον; 9. θυτήρ m. `id.' (trag.) with θυτήριον `sacrificial animal' (E.), also `altar', name of the constellation Ara (Arat.; Scherer Gestirnnamen 192); 10. θύστας ὁ ἱερεὺς παρὰ Κρησί H., f. θυστάς, - άδος `belonging to the sacrifice' (A., S.; Fraenkel Nom. ag. 1, 182; 2, 37, E. Kretschmer Glotta 18, 85); 11. θύστρα n. = θύματα (Kos); 12. θυ\<σ\> τηρίοις θυμιατηρίοις H.; 13. θυσμικός `regarding the sacrifice' ( ἔτος; Paros, Tenos); the - σ- in the last words hardly with Schulze Q. 320 n. 1 and Fraenkel l. c. from the σ-stem in θύος, but rather with Solmsen KZ 29, 114 analogical [to what?] (cf. μύστης a. o.). - With λ-, resp. μ-suffix in θυηλη, θυμός, θύμον, [not in θυμάλωψ], s. vv.; with μελ-suffix (Frisk Eranos 41, 51) θῠμέλη `hearth, altar' (trag.; not with Aly Glotta 5, 60ff. prop. "practice-ground" from 1. θύω `storm') with θυμελικός.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The regular stemformation of θύω will be the resultof inner-Greek adjustment. The original paradigma can no longer be reconstructed. As the nearest parallel is given Lat. suf-fiō, - īre `incense', explained from *-dhu̯-ii̯ō, which is of course very far away. - It is often supposed that 1. θύω and 2. θύω were originally identical, but this is far from clear; one assumes a development like `stieben, stäuben, wirbeln, stürmen, rauchen' v. t., but this can well be wrong. The different languages show a mass of formations and meanings which can no longer be interpreted, see Pok. 261-267, (268-271). - S. further τύφω. θάνατος, θολός, ἀθύρω have nothing to do with our verb.- P. Pagot, RPh LXXV (2001) 144 connects Hitt. tuhhae `pant, sigh' from * dʰ(e)uh₂-, which is however very far as regards the meaning.Page in Frisk: 1,698-699Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θύω 2
-
3 καταθύω
κατα-θύω, opfern, schlachten; übh. opfern, weihen; νῦν μὲν τοῖς φίλτροις καταϑύσομαι, durch Zaubertränke zur Liebe zwingen, bezaubern -
4 καταθυω
1) приносить или закалывать в жертву(πρόβατα Her.; τὰ τέκνα τῷ Κρόνῳ Plut.)
2) жертвовать(τέν δεκάτην Xen.)
3) med. привораживать к себе, околдовывать(τοῖς φίλτροις Theocr. - v. l. καταδέω I)
-
5 επικαταθύσας
ἐπικαταθύ̱σᾱς, ἐπί, κατά-θύω 2rage: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic)ἐπικαταθύ̱σᾱς, ἐπί-καταθύωsacrifice: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 ἐπικαταθύσας
ἐπικαταθύ̱σᾱς, ἐπί, κατά-θύω 2rage: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic)ἐπικαταθύ̱σᾱς, ἐπί-καταθύωsacrifice: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
7 επικατέθυσε
ἐπικατέθῡσε, ἐπί, κατά-θύω 2rage: aor ind act 3rd sgἐπικατέθῡσε, ἐπί-καταθύωsacrifice: aor ind act 3rd sg -
8 ἐπικατέθυσε
ἐπικατέθῡσε, ἐπί, κατά-θύω 2rage: aor ind act 3rd sgἐπικατέθῡσε, ἐπί-καταθύωsacrifice: aor ind act 3rd sg -
9 συγκαταθύειν
συγκαταθύ̱ειν, σύν, κατά-θύω 2rage: pres inf act (attic epic)συγκαταθύ̱ειν, σύν-καταθύωsacrifice: pres inf act (attic epic) -
10 συγκαταθύσων
συγκαταθύ̱σων, σύν, κατά-θύω 2rage: fut part act masc nom sgσυγκαταθύ̱σων, σύν-καταθύωsacrifice: fut part act masc nom sg -
11 θῡμός
θῡμός, ὁ (ϑύω, Plat. Crat. 419 e ἀπὸ τῆς ϑύσεως καὶ ζέσεως τῆς ψυχῆς), die aufwallende, sich bewegende Lebenskraft; – 1) Leben, Lebenskraft, Lebensfülle, deren Sitz in der Brust, στῆϑος, u. bestimmter im Zwerchfell, φρένες ist; ϑυμὸν ἀποπνείων, das Leben aushauchend, Il. 4, 524. 13, 654; τὸν μὲν λίπε ϑυμός, ihn verließ das Leben, 4, 470; λίπε δ' ὀστέα ϑυμός 12, 386; auch von Ochsen, Od. 4, 140; ϑυμὸς ῷχετ' ἀπὸ μελέων Il. 13, 671; ἐξαίνυτο ϑυμόν, er raubte das Leben, 4, 531; ἄμφω ϑυμὸν ἀπηύρα 6, 17; μή τις ἐκ ϑυμὸν ἕλοιτο 17, 17; ῥεϑέων ἐκ ϑυμὸν ἕληται 5, 317; μή σε βάλω, ἀπὸ δὲ μελιηδέα ϑυμὸν ἕλωμαι, das süße Leben dir nehme, 22, 68; auch von Thieren, 12, 180; εἵως φίλον ὤλεσε ϑυμόν, bis er das Leben verlor, 11, 342; αὐτὸς δ' ὤλεσε ϑυμὸν ὑφ' Ἕκτορος 17, 616; ὀλίγος δ' ἔτι ϑυμὸς ἐνῆεν 1, 593; ϑυμοῦ δευομένους, des Lebenshauches ermangelnd, von Thieren, 3, 294; μόγις δ' ἐςαγείρετο ϑυμόν, er sammelte die Lebensgeister, kam wieder zu sich, 21, 417, wie ἐς φρένα ϑυμὸς ἀγέρϑη, der Geist sammelte sich wieder in das Zwerchfell, 22, 475, u. ἄψοῤῥόν οἱ ϑυμὸς ἐνὶ στήϑεσσιν ἀγέρϑη 4, 152; vom Pferde ἀπὸ δ' ἔπτατο ϑυμός 16, 469; vom Hirsche Od. 10, 163; von der Taube ὠκὺς δ' ἐκ μελέων ϑυμὸς πτάτο Il. 23, 880. Seltner mit ψυχή verbunden, wie ϑυμοῦ καὶ ψυχῆς κεκαδών Il. 11, 334. Vgl. noch βέλος δ' ἔτι ϑυμὸν ἐδάμνα, der Wurf betäubte ihn noch, 14, 439. Selten so bei den Folgdn; οὕτω τὸν αὑτοῠ ϑυμὸν ὁρμαίνει πεσών, von Agamemnon, der im Sterben ist, Aesch. Ag. 1361. Bei Eur. Bacch. 621 ist ϑυμὸν ἐκπνέων, ἱδρῶτα σώματος στάζων ἄπο vom lebhaften Athem bei der Anstrengung zu verstehen; Rhes. 786 αἱ (ἵπποι) ἔρεγκον ἐξ ἀντηρίδων ϑυμόν. – Der Lebensmuth u. die frische Kraft wird durch Anstrengung geschwächt; dah. τείρετο δ' ἀνδρῶν ϑυμὸς ὑπ' εἰρεσίης, ihre Seele wurde matt, Od. 10, 78; ἐν δέ τε ϑυμὸς τείρεϑ' ὁμοῦ καμάτῳ τε καὶ ἱδρῷ Il. 17, 744. – Wie aber der Athem schneller u. hörbarer wird bei heftigen Gemüthsbewegungen, πάτασσε δὲ ϑυμὸς ἑκάστου νίκης ἱεμένων Il. 23, 370, vgl. 7, 216 (wir sagen: das Herz schlug ihnen), so bedeutet ϑυμός – 21 die auch sinnlich wahrnehmbare Begierde, die Aeußerung des Begehrungsvermögens u. des Willens, zunächst – a) Verlangen, Trieb, Neigung; nach Speise u. Trank; πιέειν ὅτε ϑυμὸς ἀνώγοι Il. 4, 263; ἔπιόν ϑ' ὅσον ἤϑελε ϑυμός 9, 117; οὐδέ τι ϑυμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐΐσης 1, 468; πλησάμενος δ' ἄρα ϑυμὸν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος Od. 17, 603; ἤραρε ϑυμὸν ἐδωδῇ 14, 111; ἄδος τέ μιν ἵκετο ϑυμόν Il. I1, 88. Sehr geläufig sind die Vrbdgn ϑυμὸς ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει, Il. 6, 439, βαλέειν δέ ἑ ϑυμὸς ἄνωγεν, 8, 322, das Herz trieb ihn zu schießen, τά με ϑυμὸς ἐνὶ στή-ϑεσσι κελεύει, 7, 68, κραδίη καὶ ϑυμὸς κελεύει, 13, 784, ἵετο ϑυμῷ, 2, 589, βαλέειν δέ ἑ ἵετο ϑυμός, 8, 301, οἷ ϑυμὸς ἐβούλετο, 15, 596, εἴ τοι ϑυμὸς ἐπέσσυται, 10, 173, ϑυμὸς ἐφορμᾶται πολεμίζειν, 13, 73, Σαρπηδόνα ϑυμὸς ἀνῆκεν τεῖχος ἐπαΐξαι, 12, 307; vom Löwen κέλεται δέ ἑ ϑυμός 12, 300; – ᾡ ϑυμῷ εἴξας ἐμίγη φιλότητι, seiner Neigung nachgebend, Il. 9, 594; ἀέκοντί γε ϑυμῷ 4, 43. – Pind. ϑυμὸς ὀτρύνει, ὥρμαινε, OI. 3, 26. 40, ϑυμῷ ἐϑέλων I. 5, 40; κλαῦσαι ὅσον μοι ϑυμὸς ἡδονὴν φέρει, soviel ich will, Soph. El. 278; ϑυμῷ βουλόμενοι, von Herzen wünschend, Her. 5, 49, der auch vrbdí ἤ σφι ϑυμὸς ἐγένετο ϑεήσασϑαι τὸν πόλεμον, sie bekamen Luft, 8, 116; vgl. ὠνέεσϑαι τῶν φορτίων τῶν σφι ἦν ϑυμὸς μάλιστα 1, 1; ἀπελαύνετε ὅποι ὑμῖν ϑυμός Xen. Cyr. 3, 1, 37. – b) Muth, der sich auch durch lebhaftes Athmen äußert, als besondere Thätigkeit der Lebenskraft erscheint, vgl. σφῶϊν δ' ἐν γούνεσσι βαλῶ μένος ἠδ' ἐνὶ ϑυμῷ Il. 17, 451; μένεος δ' ἐμπλήσατο ϑυμὸν ἀγρίου 22, 312; ϑυμὸς ἄναλκις 16, 355; ὤτρυνε μένος καὶ ϑυμός 20, 174; ϑυμὸν λαμβάνω, Muth fassen, Od. 10, 461; ἵππος δ' ἐν τοῖσι δεινοῖς ϑυμὸν οὐκ ἀπώλεσεν, verlor den Muth nicht in der Gefahr, Soph. El. 26; ϑυμὸς ἀμυνίας Ar. Equ. 568; ϑυμὸν ἔχε ἀγαϑόν, habe guten Muth, Her. 1, 120; Sp., wie Luc. Hermot. 4; φρονήματος καὶ ϑυμοῦ ἐμπίπλαται καὶ ἀνδρειότερος γίγνεται αὐτὸς αὑτοῦ Plat. Rep. III, 411 c, vgl. II, 357 b; ἴωμεν ῥώμῃ καὶ ϑυμῷ ἐπὶ τοὺς πολεμίους Xen. Cyr. 4, 2, 21; auch ϑυμοὶ κυνῶν, Plut. Symp. 5, 7, 5; nach Plat. defin. 415 e ὁρμὴ βίαιος ἄνευ λογισμοῦ. – c) Zornmuth, Zorn; δάμασον ϑυμὸν μέγαν, bändige, mäßige deinen Zorn, Il. 9, 496; ϑυμὸς δὲ μέγας ἐστὶ βασιλῆος 2, 196; vgl. μάλα ϑυμὸν χολώϑη, er wurde zornig im Herzen, 4, 494, ϑυμὸν ἐχώσατο 16, 616, νεμεσίζεσϑαι ἐνὶ ϑυμῷ 17, 254, ἀπειλήσω τόγε ϑυμῷ 15, 212. So ϑυμὸς ὀξύς Soph. O. C. 1195; ϑυμὸς δὲ κρείσσων τῶν ἐμῶν βουλευμάτων Eur. Med. 1047; ϑυμὸν δσκών, den Grimm verbeißend, Ar. Nubb. 1351; ὶν' ἐγὼ γελάσω καὶ τὸν ϑυμὸν κατάϑωμαι Vesp. 567, u. meinen Unwillen unterdrücke; σχάσον ϑυμοῦ πνοάς Eur. Phoen. 457; ϑυμὸν ἐπανάγειν Her. 7, 160; οἱ λογισμῷ ἐλάχιστα χρώμενοι ϑυμῷ πλεῖστον ἐς ἔργον καϑίστανται Thuc. 2, 11; ὀργῆς καὶ ϑυμοῦ μεστοί Isocr. 12, 81; οἱ τῷ ϑυμῷ πραχϑέντες φόνοι Plat. Legg. IX, 867 b; τοῖς ϑυμοῖς καὶ ταῖς ὀργαῖς Phil. 47 e; ϑυμῷ μᾶλλον ἢ λογισμῷ Pol. 2, 35, 3; Sp., ὀργῇ καὶ ϑυμῷ χρώμενος Hdn. 8, 4, 1, εὐϑὺς ἐξέῤῥηξε τὴν ὀργὴν καὶ τὸν ϑυμὸν ἐξέχεε Luc. de calumn. 23. Von Pferden, Xen. Hipp. 9, 2. – d) übh. Empfindung, Gefühl, wo wir gew. Herz sagen; von der Freude, χαίρω ϑυμῷ Il. 14, 156, γήϑησε δὲ ϑυμῷ 7, 189, Αἰνείᾳ ϑυμὸς ἐνὶ στήϑεσσι γεγήϑει 13, 494, γηϑήσειν κατὰ ϑυμόν 13, 416; Trauer, ἄχνυτο δέ σφιν ϑυμὸς ἐνὶ στήϑεσσι 14, 39, ἀκαχίζω ϑυμῷ 6, 486; vgl. κῆρ ἄχνυται ἐν ϑυμῷ 6, 524, ὀδύρεο σὸν κατὰ ϑυμόν 24, 549, ἄχος κραδίην καὶ ϑυμὸν ἱκάνει 1, 17; Furcht, δέος ἔμπεσε ϑυμῷ 17, 625, δεῖσε δ' ὅγ' ἐν ϑυμῷ 8, 138; Unwillen erregen, τῇ δ' ἄρα ϑυμὸν ἐνὶ στήϑεσσιν ὄρινεν 3, 395; Mitleid erregen, rühren, 24, 467; Hoffnung, οἷ ϑυμὸς ἐέλπετο 12, 407, Τρωσὶν δ' ἔλπετο ϑυμὸς ἐνὶ στήϑεσσιν ἑκάστου 15, 701, ἔλπετο ϑυμῷ 17, 404, οὐκ ἔλπετο ὃν κατὰ ϑυμόν 13, 8; – ϑυμὸν ἔϑελξε Il. 15, 321; die Neigung gewinnen, besänftigen, ἐμῷ κεχαρισμένε ϑυμῷ, meinem Herzen, 5, 243; ἐγὼ τὴν ἐκ ϑυμοῦ φίλεον, von Herzen lieben, 9, 343; ἀπὸ ϑυμοῦ εἶναι, vom Herzen fern, nicht geliebt sein, 1, 562; ἐκ ϑυμοῦ πίπτειν, aus dem Herzen fallen, ihm verhaßt werden, 23, 595; vgl. ἔρωτι ϑυμὸν ἐκπλαγεῖσα Eur. Med. 8; ϑυμὸς πρόφρων, ἵλαος, Il. 8, 39. 19, 178, ἀπηνής Od. 23, 97, νηλεής II. 19, 229, σιδήρεος 22, 357, ἄπιστος 23, 72; σιδηρόφρων Aesch. Spt. 52; γελανής, ἀταλός, Pind. P. 4, 181 N. 7, 92; ὑψηλόφρων Eur. I. A. 919. – 31 Gesinnung, Sinn; ἕνα φρεσὶ ϑυμὸν ἔχοντες Il. 15, 710; τόνδε νόον καὶ ϑυμὸν ἐνὶ στήϑεσσιν ἔχοντες 4, 309; ἶσον ϑυμὸν ἔχοντες, gleiche Gesinnung hegend, 17, 720; auch von Ochsen, 13, 704, vgl. οὐδὲ λύκοι τε καὶ ἄρνες ὁμόφρονα ϑυμὸν ἔχουσιν 22, 263; δόκησε δ' ἄρα σφίσι ϑυμὸς ἃς ἔμεν, so dünkte ihnen ums Herz, zu Muthe zu sein, Od. 10, 415; vgl. noch αἰδῶ ϑέσϑ' ἐνὶ ϑυμῷ Il. 15, 561. – 41 Gedanke, Erwägung; ἕτερός με ϑυμὸς ἔρυκε, ein anderer Entschluß hielt mich zurück, Od. 9, 302; ἥδε δέ οἱ κατὰ ϑυμὸν ἀρίστη φαίνετο βουλή Il. 2, 5; φράζετο ϑυμῷ 16, 646; ἐν ϑυμῷ δ' ἐβάλοντο ἔπος, sie überlegten es, 15, 566; Aesch. τοὺς ἐμοὺς λόγους ϑυμῷ βάλε Prom. 708; μή νυν ἔτ' αὐτῶν μηδὲν ἐς ϑυμὸν βάλῃς Soph. O. R. 975; οὐδέ γ' ἐς ϑυμὸν φέρω, ich bringe ihn mir nicht in die Gedanken, kann mich seiner nicht erinnern, El. 1347; – σύνϑετο ϑυμῷ βουλήν Il. 7, 44; ὃς σάφα ϑυμῷ εἰδείη τεράων 12, 228; ᾔδεε γὰρ κατὰ ϑυμόν 2, 409; οἶδα κατὰ φρένα καὶ κατὰ ϑυμόν 4, 163; οὐδ' ἃς τοῦ ϑυμὸν ἐνὶ στήϑεσσιν ἔπειϑον 9, 587. – Nach Homer herrscht die Bdtg des Begehrungsvermögens, Willens vor, gew. mit der Nebenbdtg des heftig Erregten.
-
12 θυμός
θῡμός, ὁ,A soul, spirit, as the principle of life, feeling and thought, esp. of strong feeling and passion (rightly derived from θύω (B) by Pl.Cra. 419e ἀπὸ τῆς θύσεως καὶ ζέσεως τῆς ψυχῆς):I in physical sense, breath, life, θ. ἀπηύρα, ἀφελέσθαι, ἐξαίνυσθαι, ὀλέσαι, freq. in Hom., Il.6.17, 5.852, 155, 1.205: c. dupl. acc.,ἄμφω θ. ἀπηύρα 6.17
;ἐπεί κε.. ῥεθέων ἐκ θ. ἕληται 22.68
; λίπε δ' ὀστέα θ. 12.386; ἀπὸ δ' ἔπτατο θ. Od.10.163;ὀλίγος δ' ἔτι θ. ἐνῆεν Il.1.593
;μόγις δ' ἐσαγείρετο θυμόν 21.417
;ἄψορρόν οἱ θ. ἐνὶ στήθεσσιν ἀγέρθη 4.152
;θυμοῦ καὶ ψυχῆς κεκαδών 11.334
; of animals, 3.294, 12.150, etc.: less freq. in Trag., A. Ag. 1388, E.Ba. 620 (troch.).2 spirit, strength,τείρετο δ' ἀνδρῶν θ. ὑπ' εἰρεσίης Od.10.78
;ἐν δέ τε θ. τείρεθ' ὁμοῦ καμάτῳ τε καὶ ἱδρῷ Il.17.744
.3 πάτασσε δὲ θ. ἑκάστου each man's heart beat high, 23.370, cf. 7.216.II soul, as shown by the feelings and passions; and so,1 desire or inclination, esp. desire for meat and drink, appetite,πιέειν ὅτε θ. ἀνώγοι Il.4.263
;πλησάμενος.. θυμὸν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος Od.17.603
: generally,τά με θ. ἐνὶ στήθεσσι κελεύει Il.7.68
; βαλέειν δέ ἑ ἵετο θ. 8.301;αἲ γάρ με μένος καὶ θ. ἀνείη 22.346
; θ. ἐποτρύνῃ [τινά] Od.9.139; θ. ἐπέσσυταί τινι, ἐφορμᾶται, Il.1.173, 13.73; ἤθελε θυμῷ he wished in his heart or with all his heart, 16.255, 21.65;ἵετο θυμῷ 2.589
; so later θυμῷ βουλόμενοι wishing with all their heart, Hdt. 5.49; [ὄσσα ϝ] οι θ. κε θέλῃ γένεσθαι Sapph.Supp.1.3
;θυμὸς ὥρμα Pi. O.3.25
, cf. 38;θυμὸς ἡδονὴν φέρει S.El. 286
;ὧν ἐρᾷ θυμός Herod.7.61
;τῶν σφι θ. ἦν μάλιστα Hdt.1.1
;ἄλλως σφι θ. ἐγένετο θεήσασθαι τὸν πόλεμον Id.8.116
, etc.: with Verb omitted,σὲ γάρ μοι θῦμος ὔμνην Alc. 5
; ἄρχ' αὐτὸς ὥς σοι θ. S.El. 1319; ὅπου ὑμῖν θ. X.Cyr.3.1.37;βῆξαι θυμός ἐγγίνεται Hp.Prog.8
.2 mind, temper, will, θ. πρόφρων, ἵλαος, Il. 8.39, 9.639; θ. ὑπερφίαλος καὶ ἀπηνής, νηλέα θ. ἔχοντας, σιδήρεος θ., 15.94, 19.229, Od.5.191; ἕνα θ. ἔχειν to be of one mind, Il.15.710, etc.;οὐδὲ λύκοι τε καὶ ἄρνες ὁμόφρονα θ. ἔχουσιν 22.263
;ἕτερος δέ με θ. ἔρυκε Od.9.302
; ἐμὸν θ. ἔπειθεν ib.33;θωπείας κολακικάς, αἳ.. τοὺς θ. ποιοῦσιν κηρίνους Pl.Lg. 633d
.3 spirit, courage, μένος καὶ θ. Il.20.174;θ. ἐνὶ στήθεσσι λαβεῖν Od.10.461
; πᾶσιν δὲ παραὶ ποσὶ κάππεσε θ. Il.15.280; ψῦχρος ἔγεντο θ., of doves, Sapph.16;θ. ἔχειν ἀγαθόν Hdt.1.120
;θ. οὐκ ἀπώλεσεν S.El.26
;ὁ θυμὸς εὐθὺς ἦν Ἀμυνίας Ar.Eq. 570
; ἴωμεν ῥώμῃ καὶ θυμῷ ἐπί .. X.Cyr.4.2.21; : so in Philos., opp. λόγος, ἐπιθυμία, ib. 440b, al., cf. Arist.Pol. 1328a7, 1327b24, Phld.Mus.p.26K., etc.; personified, Passion, Emotion, opp. Λογισμός, Cleanth.Stoic.1.129.4 the seat of anger,χωόμενον κατὰ θυμόν Il.1.429
;νεμεσιζέσθω ἐνὶ θυμῷ 17.254
;θυμὸν ἐχώσατο 16.616
, etc.: hence, anger, wrath,δάμασον θυμόν 9.496
; εἴξας ᾧ θυμῷ ib. 598;θυμὸς μέγας ἐστὶ.. βασιλήων 2.196
;θ. ὀξύς S.OC 1193
;θ. κρείσσων τῶν ἐμῶν βουλευμάτων E.Med. 1079
, etc.; θυμῷ f.l. for θυμοῦ in S.Ant. 718;οἱ τῷ θ. πραχθέντες φόνοι Pl.Lg. 867b
; opp. λογισμός, Th.2.11, etc.; ἐπανάγειν τὸν θ. Hdt.7.160;ἐκτείνειν And.3.31
;καταθέσθαι Ar.V. 567
; ;θυμῷ χρᾶσθαι Hdt.1.137
, al.;ὀργῆς καὶ θυμοῦ μεστοί Isoc.12.81
(so τὴν ὀργὴν καὶ τὸν θ., i.e. the outward manifestation of ὀ., Phld.Ir.p.90W.); of horses, X.Eq. 9.2: pl. (not earlier than Pl., f.l. in S.Aj. 718 (lyr.)), fits of anger, passions,περὶ φόβων τε καὶ θυμῶν Pl.Phlb. 40e
;οἵ τε θ. καὶ αἱ κολάσεις Id.Prt. 323e
, cf. Arist.Rh. 1390a11.5 the heart, as the seat of the emotions, esp. joy or grief, χαῖρε, γήθησε δὲ θυμῷ, Il.14.156, 7.189;θ. ἐνὶ στήθεσσι γεγήθει 13.494
;μιν ἄχος κραδίην καὶ θ. ἵκανεν 2.171
; ἄχνυτο θ. 14.39, etc.; δόκησε δ' ἄρα σφίσι θ. ὣς ἔμεν ὡς εἰ .. they felt as glad at heart as if.., Od.10.415; μηδ' ὀνίαισι δάμνα.. θ. Sapph.1.4; of fear,δέος ἔμπεσε θυμῷ Il.17.625
, cf. 8.138; of love,τὴν ἐκ θυμοῦ φίλεον 9.343
;ἐκ θυμοῦ στέργοισα Theoc.17.130
; ἐμῷ κεχαρισμένε θυμῷ my heart's beloved, Il.5.243; reversely, ἀπὸ θ. μᾶλλον ἐμοὶ ἔσεαι wilt be alien from my heart, 1.562; ἐκ θ. πεσέειν, i.e. to lose thy favour, 23.595;ἔρωτι θυμὸν ἐκπλαγεῖσα E.Med.8
;ἐκ θ. κλαῦσαι Philet. 11
.6 mind, soul, as the seat of thought, ταῦθ' ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θ. Il.1.193, etc.; ᾔδεε γὰρ κατὰ θ. 2.409, cf. 4.163, etc.;φράζετο θυμῷ 16.646
;ἐν θ. ἐβάλοντο ἔπος 15.566
;τοὺς λόγους θυμῷ βάλε A.Pr. 706
;εἰς θ. βαλεῖν τι S.OT 975
; οὐκ ἐς θ. φέρω I bring him not into my mind or thoughts, Id.El. 1347. -
13 θυμος
I.ὅ [θύω II]1) дыхание жизни, жизненное начало, жизнь, т.е. душа, духτὸν λίπε θ. Hom. — его оставила жизнь;
θυμὸν ἀποπνείων Hom. — испуская дух, т.е. умирая;ὀλίγος ἔτι θ. ἐνῆν Hom. — чуть теплилась (во мне) жизнь;θυμοῦ δευόμενοι Hom. — бездыханные (ягнята)2) воля, (горячее) желание, стремлениеθ. ἐστί или γίγνεταί μοι Her. — мне хочется, мне нравится;
ὠνέεσθαι τῶν φορτίων τῶν σφι ἦν θ. μάλιστα Her. — те из товаров, какие им больше всего хотелось купить;οἱ θ. ἐβούλετο κῦδος ὀρέξαι Hom. — дух его стремился (ему хотелось) стяжать славу;ἤθελε θυμῷ εἰσιδέειν φύλοπιν Hom. — (Ахилл) горячо желал увидеть сражение;ἐμοὴ αὐτῷ θ. ἐφορμᾶται πολεμίζειν Hom. — во мне самом кипит желание сразиться;βαλέειν ἑ ἵετο θ. Hom. — было страстное желание поразить его;ὥς σοι θ. Soph. — по твоему желанию, как тебе угодно3) потребность, голод, жажда, аппетит4) душа, сознаниеᾔδεε κατὰ θυμὸν ἀδελφεὸν ὡς ἐπονεῖτο Hom. — (Менелай) знал в душе (ясно сознавал), как взволнован брат;
λόγους θυμῷ βαλεῖν Aesch. — запечатлеть слова в памяти5) душа, чувства, мысли, образ мыслей, настроениеθ. πρόφρων Hom. — открытая душа, откровенность;
ἕνα θυμὸν ἔχειν Hom. — быть охваченным одними чувствами, чувствовать одно и то же;χαίρειν (ἐν) θυμῷ Hom. — внутренне радоваться;ἄλγος или ἄχος ἱκάνει θυμόν Hom. — печаль наполняет душу;ἄχνυτό σφιν θ. ἐνὴ στήθεσσιν Hom. — опечалилось у них сердце в груди;νεμεσιζέσθω ἐνὴ θυμῷ Hom. — пусть (каждый из ахейцев) вознегодует душой;τινὴ θυμὸν ἐνὴ στήθεσσιν ὀρίνειν Hom. — встревожить кому-л. душу;ἀπὸ θυμοῦ εἶναι Hom. — быть нелюбимым;δέος ἔμπεσε θυμῷ Hom. — страх проник в душу (Идоменея)6) смелость, отвага, мужество(μένος καὴ θ. Hom.)
θυμὸν λαμβάνειν Hom. — воспрянуть духом, собраться с мужеством;θυμὸν ἔχειν ἀγαθόν Her. — быть бодрым7) реже pl. гнев, злоба(μέγας Hom., NT.; ὀξύς Soph.; τῶν πρεσβυτέρων οἱ θυμοὴ ὀξεῖς μέν, ἀσθενεῖς δέ Arst.)
τὸν θυμὸν ἐπανάγειν Her. — возбуждать гнев;θυμὸν καταθέσθαι Arph. — унять (свой) гнев;ὅ οἶνος τοῦ θυμοῦ NT. — крепкое вино8) страсть (у Plat. «животная» часть души, τὸ ἐπιθυμητικόν, делилась на θ. страсть и ἐπιθυμία вожделение) Arst.II.(ῠ) ὅ [θύω I]1) (= θύμον См. θυμον) тимьян Plut. -
14 θῦμός
θῦμός ( θύω): heart, soul, life, the seat of emotion, reason, and of the vital principle itself; an extremely common and highly characteristic word in Homer, often employed where no equivalent is called for in modern speech. Of life, θῦμὸν ἀφελέσθαι, ὀλέσαι, θῦμὸν ἀποπνείειν, ἐγείρειν, θῦμὸν ἀπὸ μελέων δῦναι δόμον Ἄιδος εἴσω, Il. 7.131; emotion, χόλος ἔμπεσε θῦμῷ, θῦμὸν ὀρίνειν, ἐκ θῦμοῦ φιλέειν, θῦμῷ χαίρειν, ἀπὸ θῦμοῦ | μᾶλλον ἐμοὶ ἔσεαι, ‘further from my heart,’ Il. 1.562; desire, appetite, πλήσασθαι, τέρπειν θῦμόν, θῦμὸς ἀνώγει, κέλεται, κατὰ θῦμόν, ‘to one's wish,’ Il. 1.136; thoughts, disposition, θῦμὸν πείθειν, φράζεσθαι θῦμῷ, ἕνα θῦμὸν ἔχειν, ἐν θυμῷ βαλέσθαι, ‘lay to heart’; κατὰ φρένα καὶ κατὰ θῦμόν, ‘in mind and soul.’A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > θῦμός
-
15 θειον
Iτό [θεῖος II]1) божествоτὸ θ. πᾶν φθονερόν (sc. ἐστιν) Her. — всякое божество завистливо;
ὥσπερ κατὰ θ. Arph. — словно по воле божества2) божественное начало, божественностьμάλιστα μετέχει τοῦ θείου ὅ ἄνθρωπος Arst. — (из всех живых существ) наиболее причастен божественному человек
3) pl. божественные дела, деяния(τὰ θεῖα ἐπαινεῖν Soph.)
4) pl. божественные вопросы(τὰ θεῖα ζητεῖν Xen.)
5) pl. почитание богов, религияἔρρει τὰ θεῖα Soph. — религия в упадке (досл. падает)
II(θείου ὀσμή Arst.; πῦρ καὴ θ. NT.)
θ. κακῶν ἄκος Hom. — сера - (очистительное) средство от зол ( сера употреблялась для культовых очищений) -
16 θυνω
(ῡ) [θύω II] (только praes. и эп. impf. θῦνον)( бешено) бросаться, устремляться (διὰ προμάχων или ἐν προμάχοισιν ἂμ πεδίον Hom.)
; проноситься вихрем(κατὰ μέγαρον Hom.; ἀν΄ ὄρος Anth.)
Τρώων κλαγγέ θυνόντων ἄμυδις Hom. — крик сразу сбежавшихся троянцев;οἱ βασιλῆες θῦνον κρίνοντες Hom. — (ахейские) цари бросились строить (войска в боевой порядок);οἱ δὲ λύκοι ὣς θῦνον Hom. — (сражающиеся) набрасывались друг на друга словно волки;ἐπ΄ ἄλλοτ΄ ἄλλον λόγον θ. Pind. — быстро переходить от одного повествования к другому -
17 θύνω
A rush, dart along,θῦνε διὰ προμάχων Il.5.250
, etc.;πάντῃ θῦνε σὺν ἔγχεϊ 20.493
;ἀν' ὑλῆεν ὠκὺς ἔθυνεν ὄρος AP6.217.8
([Simon.]): c. part., βασιλῆες θῦνον κρίνοντες they flitted to and fro ordering the ranks, Il.2.446;μνηστῆρας ὀρίνων θῦνε κατὰ μέγαρον Od.24.449
: c. acc. cogn.,θ. ἀτραπὸν ἰθεῖαν Nic.Th. 264
: metaph., ἐπ' ἄλλοτ' ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον flits from one tale to another, Pi.P.10.54 (θύνων· ὁρμῶν, Erot. is not in our text of Hp.).II = θύω (B), Τρώων καὶ Ἀχαιῶν θῦνε μεσηγὺ ἱστάμενος raged, Il.11.570; οἱ δὲ λύκοι ὣς θῦνον ib.73; . -
18 ἐναγίζω
A- ιῶ Is.6.51
, 7.30:— offer sacrifice to the dead, opp. θύω (to the gods),τινί Hdt.1.167
; ἐ. τινὶ ὡς ἥρωϊ, opp. θύειν τινὶ ὡς ἀθανάτῳ, Id.2.44, cf. Is.6.51, al., Plb.23.10.17;τοῖς κατὰ πόλεμον τελευτήσασιν IG22.1006.26
(ii B. C.): c. acc. rei,ἐ. ἀποπυρίδας τινί Clearch.16
;κριόν Plu.Thes.4
, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναγίζω
См. также в других словарях:
θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… … Dictionary of Greek
επικαταθύω — ἐπικαταθύω (Μ) 1. θυσιάζω επί πλέον 2. σκοτώνω επίσης («ἐπικατέθυσε δ’ αὐτῇ καὶ τὴν ὁμοζυγοῡσαν» σκότωσε επίσης μαζί μ’ αυτήν και τη σύζυγό του, Κ. Μανασα). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατα θύω «θυσιάζω»] … Dictionary of Greek
συγκαταθύειν — συγκαταθύ̱ειν , σύν , κατά θύω 2 rage pres inf act (attic epic) συγκαταθύ̱ειν , σύν καταθύω sacrifice pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταθύσων — συγκαταθύ̱σων , σύν , κατά θύω 2 rage fut part act masc nom sg συγκαταθύ̱σων , σύν καταθύω sacrifice fut part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαταθύσας — ἐπικαταθύ̱σᾱς , ἐπί , κατά θύω 2 rage aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἐπικαταθύ̱σᾱς , ἐπί καταθύω sacrifice aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικατέθυσε — ἐπικατέθῡσε , ἐπί , κατά θύω 2 rage aor ind act 3rd sg ἐπικατέθῡσε , ἐπί καταθύω sacrifice aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
θυστάς — θυστάς, άδος, ἡ (Α) 1. αυτή που ανήκει ή αναφέρεται σε θυσία, θυσιαστήρια, θυτική (α. «θυστάδος βοῆς» τής κραυγής που ακούγεται κατά την προσφορά θυσίας, Αισχύλ. β. «θυστάδες λιταί» προσευχές θυσιαστήριες, προσευχές που συνοδεύουν θυσία, Σοφ.) 2 … Dictionary of Greek
θυστήριος — θυστήριος, ον (Α) 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ θυστήριος προσωνυμία τού Διονύσου 2. (κατά το λεξ. Σούδα) το ουδ. ως ουσ. τὸ θυστήριον «όρμητήριον». [ΕΤΥΜΟΛ. Μπορεί να θεωρηθεί παράγωγο είτε τού θύω (I) είτε τού θύω (ΙΙ) και αποτελεί ένδειξη τής πιθ.… … Dictionary of Greek
θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… … Dictionary of Greek
στοίχος — ο / στοῑχος, ΝΑ 1. ευθύγραμμη διάταξη ή παράταξη, σειρά, αράδα, γραμμή (α. «παρατάχθηκαν σε τρεις στοίχους» β. «νῆσοι κατὰ στοῑχον κείμεναι», Θουκ. γ. «ὁ πρῶτος στοῑχος τῶν ἀναβαθμῶν», Ηρόδ.) 2. (δομ.) καθεμιά από τις οριζόντιες σειρές από πέτρες … Dictionary of Greek